ἀμφιδονέω
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
whirl round, agitate violently, Ζέφυρος δένδρεα ἀμφιδονεῖ AP9.668 (Marian.), cf. 5.121 (Diod.).
Spanish (DGE)
arremolinarse en torno δένδρεα ... ἀμφιδονεῖ Ζέφυρος AP 9.668 (Marian.)
•andar detrás de μὴ σὺ ... ἀμφιδονοίης τὸν καλόν AP 5.122 (Diod.).
German (Pape)
[Seite 138], umdrehen, schwindelig machen, ἔρως φρένας ἀμφεδόνησε Theocr. 13, 48; Ζέφυρος δένδρεα ἀμφιδονεῖ Marian. 2 (IX, 668).
French (Bailly abrégé)
ἀμφιδονῶ :
agiter en tous sens ou violemment.
Étymologie: ἀμφί, δονέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιδονέω:
1 раскачивать во все стороны (δένδρεα Anth.);
2 потрясать, волновать (φρένας Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδονέω: περιστρέφω ἰσχυρῶς, ἀναταράσσω βιαίως, παραζαλίζω, ἔρως φρένας ἀμφεδόνησε Θεόκρ. 13. 48· Ζέφυρος δένδρεα ἀμφιδονεῖ Ἀνθ. Π. 9. 668.
Greek Monotonic
ἀμφιδονέω: μέλ. -ήσω, περιστρέφω με δύναμη, αναταράσσω βίαια, σε Θεόκρ., Ανθ.