ἀντιλυπέω
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
vex in return, Plu.Demetr.22, Luc.DMeretr.3.3, 12.5.
Spanish (DGE)
dañar, perjudicar por su parte, castigar τοὺς ἐχθρούς Aristid.2.436, τοὺς Ῥοδίους Plu.Demetr.22, αὐτόν Luc.DMeretr.3.3, cf. 12.5, τὸ κωλύον Ach.Tat.4.8.5
•part. subst. τὸ ἀντιλυποῦν el responder con el castigo αἱ μὲν δικαιώσεις ... μόνον ἔχουσαι τὸ ἀ. Plu.2.551c.
German (Pape)
[Seite 255] dagegen kränken, sich für erlittene Kränkung rächen, Plut. Demetr. 22.
French (Bailly abrégé)
ἀντιλυπῶ :
chagriner ou ennuyer à son tour.
Étymologie: ἀντί, λυπέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιλῡπέω: причинять в свою очередь огорчение или неприятности (τινα Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλῡπέω: προξενῶ λύπην εἰς τὸν λυπήσαντά με, οὐχ ὑπέμεινεν ἀντιλυπῆσαι τοὺς Ροδίους Πλουτ. Δημήτρ. 22, ἀντιλυπεῖν ἐβουλόμην αὐτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Δι. 3. 3.
Greek Monotonic
ἀντιλῡπέω: μέλ. -ήσω, προξενώ λύπη με τη σειρά μου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to vex in return, Plut.