προευλαβέομαι
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
aor. -ηυλαβήθην, take heed, be cautious beforehand, D.25.95.
German (Pape)
[Seite 722] dep. pass., sich vorher wohl in Acht nehmen, μὴ περιμείναντάς τι παθεῖν, ἀλλὰ προευλαβηθέντας, Dem. 25, 95.
French (Bailly abrégé)
προευλαβοῦμαι;
se tenir d'avance sur ses gardes, prendre ses précautions.
Étymologie: πρό, εὐλαβέομαι.
Russian (Dvoretsky)
προευλᾰβέομαι: (part. aor. προευλαβηθείς) заранее остерегаться, принимать меры предосторожности Dem.
Greek (Liddell-Scott)
προευλᾰβέομαι: ἀόρ. -εὐλαβήθην· ἀποθ.· ― προσέχω, γίνομαι προσεκτικὸς ἐκ τῶν προτέρων, Δημ. 798 ἐν τέλ.
Greek Monotonic
προευλᾰβέομαι: αόρ. αʹ -ευλαβήθην· αποθ., προσέχω, γίνομαι προσεκτικός από πριν, σε Δημ.
Middle Liddell
aor1 -ευλαβήθην
Dep.:— to take heed, be cautious beforehand, Dem.