ἐξελευθερικός
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
ἐξελευθερική, ἐξελευθερικόν,
A of the class of freedmen or of the freedmen's offspring, φῦλον D.H.4.22; οἱ ἐξελευθερικοί Plu.Ant.58.
II νόμοι ἐξελευθερικοί laws concerning freedmen, D.ap.Poll.3.83; καθάρματα ἐξελευθερικά the refuse of the freedmen, Plu.Sull.33; φιάλαι ἐξελευθερικαί presented by freedmen on manumission, IG2.720 Ai5,15.
German (Pape)
[Seite 876] ή, όν, den Freigelassenen betreffend, z. B. νόμοι Dem. bei Poll. 3, 83; als subst. der Sohn od. Nachkomme eines Freigelassenen, libertinus, D. Hal. 4, 22 Plut. Ant. 58, öfter.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les affranchis;
2 fils d'affranchi ou descendant d'affranchi.
Étymologie: ἐξελεύθερος.
Russian (Dvoretsky)
ἐξελευθερικός: II ὁ вольноотпущенник или из вольноотпущенников Plut.
вольноотпущеннический (νόμοι Polyb.; καθάρματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελευθερικός: ὁ, ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἀπελευθέρων ἢ τὸ τέκνον ἀπελευθέρου, Λατ. libertinus, Διον. Ἁλ. 4. 22, Πλουτ. Ἀντ. 58, ἴδε ἀπελευθερικός. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., νόμοι ἐξελ., νόμοι ἀποβλέποντες εἰς τοὺς ἀπελευθέρους, Δημ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 83· καθάρμασιν ἐξελευθερικοῖς, εἰς πρόστυχα ἀνθρωπάρια ἐκ τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 33.
Greek Monolingual
ἐξελευθερικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών απελεύθερων
2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους («νόμοι ἐξελευθερικοί»).
Greek Monotonic
ἐξελευθερικός: ὁ, από την τάξη των απελεύθερων ή των απογόνων τους, Λατ. libertinus, σε Πλούτ.
Middle Liddell
of the class of freedmen or their offspring, Lat. libertinus, Plut. [from ἐξελεύθερος