ἐξελευθερικός

From LSJ
Revision as of 11:46, 18 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελευθερικός Medium diacritics: ἐξελευθερικός Low diacritics: εξελευθερικός Capitals: ΕΞΕΛΕΥΘΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: exeleutherikós Transliteration B: exeleutherikos Transliteration C: ekseleftherikos Beta Code: e)celeuqeriko/s

English (LSJ)

ἐξελευθερική, ἐξελευθερικόν,
A of the class of freedmen or of the freedmen's offspring, φῦλον D.H.4.22; οἱ ἐξελευθερικοί Plu.Ant.58.
II νόμοι ἐξελευθερικοί laws concerning freedmen, D.ap.Poll.3.83; καθάρματα ἐξελευθερικά the refuse of the freedmen, Plu.Sull.33; φιάλαι ἐξελευθερικαί presented by freedmen on manumission, IG2.720 Ai5,15.

German (Pape)

[Seite 876] ή, όν, den Freigelassenen betreffend, z. B. νόμοι Dem. bei Poll. 3, 83; als subst. der Sohn od. Nachkomme eines Freigelassenen, libertinus, D. Hal. 4, 22 Plut. Ant. 58, öfter.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les affranchis;
2 fils d'affranchi ou descendant d'affranchi.
Étymologie: ἐξελεύθερος.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελευθερικός: IIвольноотпущенник или из вольноотпущенников Plut.
вольноотпущеннический (νόμοι Polyb.; καθάρματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελευθερικός: ὁ, ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἀπελευθέρων ἢ τὸ τέκνον ἀπελευθέρου, Λατ. libertinus, Διον. Ἁλ. 4. 22, Πλουτ. Ἀντ. 58, ἴδε ἀπελευθερικός. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., νόμοι ἐξελ., νόμοι ἀποβλέποντες εἰς τοὺς ἀπελευθέρους, Δημ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 83· καθάρμασιν ἐξελευθερικοῖς, εἰς πρόστυχα ἀνθρωπάρια ἐκ τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 33.

Greek Monolingual

ἐξελευθερικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών απελεύθερων
2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους («νόμοι ἐξελευθερικοί»).

Greek Monotonic

ἐξελευθερικός: ὁ, από την τάξη των απελεύθερων ή των απογόνων τους, Λατ. libertinus, σε Πλούτ.

Middle Liddell

of the class of freedmen or their offspring, Lat. libertinus, Plut. [from ἐξελεύθερος