ἀσθενόω
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
Spanish (DGE)
debilitar αὐτούς (Μήδους καὶ Πέρσας) X.Cyr.1.5.3.
German (Pape)
[Seite 370] schwächen, Xen. Cyr. 1, 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ἀσθενῶ :
f. ἀσθενώσω;
affaiblir.
Étymologie: ἀσθενής.
Russian (Dvoretsky)
ἀσθενόω: лишать сил, ослаблять Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσθενόω: καθιστῶ τινα ἀνίσχυρον, ὡς τὸ ἀσθενοποιῶ, καὶ κινδυνεύοιεν, εἰ μή τις αὐτοὺς φθάσας ἀσθενώσει, ἐπὶ ἕν ἕκαστον τῶν ἐθνῶν ἰόντες καταστρέψασθαι Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 79, κἑξ.
Greek Monotonic
ἀσθενόω: μέλ. -ώσω, αδυνατίζω, εξασθενίζω, σε Ξεν.