νεόχμωσις

From LSJ
Revision as of 21:20, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόχμωσις Medium diacritics: νεόχμωσις Low diacritics: νεόχμωσις Capitals: ΝΕΟΧΜΩΣΙΣ
Transliteration A: neóchmōsis Transliteration B: neochmōsis Transliteration C: neochmosis Beta Code: neo/xmwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A innovation, Hsch.: in plural, strange phenomena, Arist.Mu.397a20.
2 renovation, δυνάμιος Aret.CA2.3; renewal, ἐπιπλασμάτων ib.1.10.

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, Erneuerung, Herstellung, Arist. de mund. 5, 10 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

νεόχμωσις: εως ἡ новость, (необычное) явление rst.

Greek (Liddell-Scott)

νεόχμωσις: ἡ, νεωτερισμός, Ἡσύχ.· ἐν τῷ πληθ., παράδοξοι νεοχμώσεις, παράδοξα φαινόμενα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 10. 2) ἀνανέωσις, δυνάμιος Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 3.

Greek Monolingual

νεόχμωσις, ἡ (Α) [[[νεοχμώ]] (II)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νεοχμώ, μεταρρυθμιστική τάση, νεωτεριστική ενέργεια
2. οτιδήποτε εμφανίζεται πρόσφατα, η αλλαγή, η μεταρρύθμιση
3. ανανέωση.