νεόχμωσις
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A innovation, Hsch.: in plural, strange phenomena, Arist.Mu.397a20.
2 renovation, δυνάμιος Aret.CA2.3; renewal, ἐπιπλασμάτων ib.1.10.
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, Erneuerung, Herstellung, Arist. de mund. 5, 10 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
νεόχμωσις: εως ἡ новость, (необычное) явление rst.
Greek (Liddell-Scott)
νεόχμωσις: ἡ, νεωτερισμός, Ἡσύχ.· ἐν τῷ πληθ., παράδοξοι νεοχμώσεις, παράδοξα φαινόμενα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 10. 2) ἀνανέωσις, δυνάμιος Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 3.
Greek Monolingual
νεόχμωσις, ἡ (Α) [[[νεοχμώ]] (II)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νεοχμώ, μεταρρυθμιστική τάση, νεωτεριστική ενέργεια
2. οτιδήποτε εμφανίζεται πρόσφατα, η αλλαγή, η μεταρρύθμιση
3. ανανέωση.