καθυπισχνέομαι
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
strengthened for ὑπισχνέομαι, Luc.Herm.6, Rh.Pr.25, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1290] (s. ὑπισχνέομαι), versprechen, Luc. Hermot. 6 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
καθυπισχνοῦμαι;
ao. καθυπεσχόμην;
promettre.
Étymologie: κατά, ὑπισχνέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-υπισχνέομαι stellig beloven.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠπισχνέομαι: (aor. 2 καθυπεσχόμην) обещать uc.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπισχνέομαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπισχνέομαι, Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο».
Greek Monotonic
καθυπισχνέομαι: επιτετ. αντί ὑπισχ-, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
[strengthened for ὑπισχνέομαι, Luc.]