διχομηνία
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ἡ,
A full moon, IG12.6.62, PRev.Laws 56.18 (iii B. C.), LXX Si.39.12, Gem.8.1, etc.; δ. μηνὸς Μεταγειτνιῶνος Inscr.Prien.4.45 (iv B. C.); ἡ σελήνη δ. ἦγεν Plu.Dio23.
2 mid-menstrual period, Hp. Oct.13.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Oct.4, IM 2.4 (IV/III a.C.)
1 período temporal a mediados del mes, e.e., plenilunio ἀπὸ διχομɛ̄νίας IG 13.6B.41 (V a.C.), cf. Milet 1(3).145.28 (II a.C.), ἔσχατον τῇ διχομηνίᾳ τοῦ μηνός a más tardar a mediados de mes, IPr.4.45 (IV a.C.), cf. ICos ED 55B.4 (IV a.C.), IM l.c., Tit.Cam.148.4 (III a.C.), πρὸ τῆς διχομηνίας PRev.Laws 56.18 (III a.C.), ὡς δ. ἐπληρώθην estoy repleto como luna llena LXX Si.39.12, πανσέληνος δὲ λέγεται ... περὶ τὴν διχομηνίαν Gem.8.1, cf. Vett.Val.205.26, ἡ δὲ σελήνη διχομηνίαν ἦγε Plu.Dio 23, ἐν διχομηνίᾳ Plu.2.932e, op. νουμηνία Plu.2.929b, διὰ διχομηνίαν Erot.Fr.Pap.Nect.2.2.
2 medic. período intermedio del ciclo menstrual περὶ διχομηνίην ἐν γαστρὶ λαμβάνειν Hp.l.c.
German (Pape)
[Seite 646] ἡ, der Vollmond, der den griechischen Mondmonat in zwei gleiche Theile theilte; Plut. Dion. 23 ἡ σελήνη διχομηνίαν ἦγεν.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
premier jour de la pleine lune, càd milieu du mois, chez les Grecs.
Étymologie: διχόμηνος.
Greek Monolingual
διχομηνία, η (AM) (Μ και διχομήνη)
1. το μέσο του μήνα
2. η πανσέληνος.
Greek Monotonic
διχομηνία: ἡ, πανσέληνος, ολόγιομο φεγγάρι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διχομηνία: ἡ середина месяца, т. е. (по греч. счислению) полнолуние lut.
Middle Liddell
διχομηνία, ἡ, n [from διχόμηνος
the fullness of the moon, Plut.