ποικιλάνιος

From LSJ
Revision as of 21:30, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλάνιος Medium diacritics: ποικιλάνιος Low diacritics: ποικιλάνιος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΑΝΙΟΣ
Transliteration A: poikilánios Transliteration B: poikilanios Transliteration C: poikilanios Beta Code: poikila/nios

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος, with broidered reins, Pi.P.2.8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux rênes de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, ἡνία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλᾱ́νιος -ον [ποικίλος, ἡνία] Dor., met bont versierde teugels.

German (Pape)

dor. = ποικιλήνιος.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλάνιος: (ᾱ), атт. * ποικῐλήνιος 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями ind.

English (Slater)

ποικῐλᾱνιος, -ον with embroidered reins ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του αμάρτυρου ποικιλήνιος (< ποικίλος + -ήνιος < ἡνία), πρβλ. χρυσήνιος].

Greek Monotonic

ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. αντί -ήνιος, αυτός που έχει πολυποίκιλτα ηνία, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.

Middle Liddell

ποικιλ-άνιος, ον,
with broidered reins, Pind.