πανάριον

From LSJ
Revision as of 21:30, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾱνάριον Medium diacritics: πανάριον Low diacritics: πανάριον Capitals: ΠΑΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: panárion Transliteration B: panarion Transliteration C: panarion Beta Code: pana/rion

English (LSJ)

τό, = Lat. panarium (Gr. ἀρτοφόριον), S.E.M.1.234.

German (Pape)

[Seite 457] τό, das lat. panarium, nach Sext. Emp. adv. gramm. 234 zu seiner Zeit schon der gewöhnliche Ausdruck für das griechische ἀρτοφόριον.

Russian (Dvoretsky)

πανάριον: τό (лат. panarium; греч. ἀρτοφόριον) хлебный ларь ext.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάριον: τό, τὸ Λατ. panarium, ἡ δὲ ἰσοδύναμος Ἑλληνικὴ λέξις εἶναι ἀρτοφόριον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234˙ - ἐπιγραφὴ τοῦ συγγράμματος τοῦ Ἐπιφανίου κατὰ τῶν Αἱρέσεων.

Greek Monolingual

πανάριον, τὸ (Α)
1. αρτοφόριο, κάνιστρο για ψωμί, πανέρι
2. ως κύριο όν. Πανάριον
τίτλος συγγράμματος του Επιφανίου κατά τών αιρέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. panarium (< panis «άρτος»)].