ἐνακισχίλιοι
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
(Χῑ), αι, α, nine thousand, Pl.Ti.23e (v.l. ἐνν-), OGI 214.57(Milet., iii B.C.); Ion. εἰνακισχίλιοι Hdt.3.95, al. (Generally written ἐνν- in codd.)
Spanish (DGE)
-αι, -α
• Alolema(s): jón. εἰνακ- Hdt.3.95; ἐννακ- Str.13.4.1, D.S.17.66.2, Plu.2.415d, Eus.HE 3.20.2; ἐννεακ- Ael.VH 6.12
adj. numeral nueve mil
a) de medidas: monetarias τάλαντα Hdt.l.c., Str.l.c., D.S.l.c., δραχμαί Didyma 424.57 (III a.C.), δηνάρια Eus.HE 3.20.2, temporales ἔτη Pl.Ti.23e, Plu.l.c., de longitud (στάδιοι) Plb.34.7.3, Str.2.1.40, de capacidad ξεστῶν ἐνακισχιλίων de nueve mil sextarios, PMich.613.10 (V d.C.)
•de reparto de tierras κλήροι Plu.Lyc.8;
b) de indivíduos: ciudadanos censados ἐνακισχιλίους κατέλεξεν Lys.20.13, efectivos milit. ἱππεῖς Plb.3.35.7, Ael.l.c., ξένοι D.S.19.29.3, cf. LXX 2Ma.8.24, I.AI 12.411
•animales βοτὰ καὶ θηρία D.C.66.25;
c) en combinación c. otros numerales (ἀμερῆ) ἐνακισχίλια ἐνακόσια ἐνενήκοντα ὀκτώ nueve mil novecientas noventa y ocho partes indivisibles Diodorus Cronus 14, (σταδίων) ἐννακισχιλίων ἐξακοσίων Eratosth.Fr.Geog.3.B.66, cf. Plu.416b, SB 12190.10 (III d.C.).
French (Bailly abrégé)
αι, α;
neuf mille.
Étymologie: ἐνάκις, χίλιοι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνακισχίλιοι: ион. εἰνακισχίλιοι 3 (χῑ) девять тысяч Her., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνακισχίλιοι: -αι, -α, ἐννέα χιλιάδες, Πλάτ. Τίμ. 23Ε˙ Ἰων. εἰνακισχίλιοι Ἡρόδ. 3. 95, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ἐνακισχίλιοι, αι, -α, ιων. τ. εἰνακισχίλιοι (Α)
εννέα χιλιάδες.
Greek Monotonic
ἐνακισχίλιοι: -αι, -α, εννιά χιλιάδες, Ιων. εἰνακισχίλιοι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
[from ἐνᾰ́κις] adj
nine thousand, ionic εἰνακισχίλιοι, Hdt.