γαυρόω
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
make proud, only aor. ἐγαύρωσα Plu.Cor.15, D.C.55.6 (unless γαυρῶν 'overriding' (of χρόνος) is to be read in E.Fr.52.8): elsewhere Pass. γαυρόομαι, = γαυριάω, exult, στῆ δὲ παρὰ λίμνην γαυρούμενος Batr. 262a; λέων γαυρούμενος Ph.2.125: c. dat., pride oneself on, μὴ γαυροῦ σοφίῃ Ps.-Phoc.53; πλούτῳ γαυρωθείς PFlor.367.11 (iii A. D.); ξανθοῖς βοστρύχοις γαυρούμενος E.Or.1532, cf. Ba.1144; ἐπὶ τῷ ἔργῳ γαυροῦνται X.Hier.2.15: impf. ἐγαυρούμην Babr.43.15, D.C.53.27: fut. -ωθήσομαι LXX Nu.23.24 (v.l. γαυρι-): aor. ἐγαυρώθην PFlor.367.11 (iii A. D.), D.C.48.20: pf. γεγαύρωμαι LXX Wi.6.2.
Spanish (DGE)
1 intr. en v. med. enorgullecerse, mostrarse arrogante, pavonearse σκῆπτρα ... χερσὶ γαυροῦται λαβών E.El.322, cf. Fr.22.2, Batr.(a) 263, ὡς λέοντα γαυρούμενον Ph.2.125, ταῦρος ὣς γαυρούμενος Ezech.268
•c. dat., sent. neg. ufanarse de, jactarse de σοφίῃ Ps.Phoc.53, πλούτῳ PFlor.367.11 (III d.C.), cf. E.Ba.1144, LXX 3Ma.3.11, 6.5, c. ἐπί y dat. ἐπὶ τῷ ἔργῳ X.Hier.2.15, ἐπὶ ὄχλοις ἐθνῶν LXX Sap.6.2, c. ἐν y dat. ἐνὶ πλούτῳ Ps.Phoc.53, cf. Herm.Vis.3.9.6
•sent. posit. estar orgulloso de c. dat. ξανθοῖς βοστρύχοις E.Or.1532, cf. D.C.48.20.2, Babr.43.15, c. ἐκ y gen. ἐκ τούτων D.C.53.27.3.
2 tr. en v. act. provocar orgullo en γαυρῶσαι τοὺς κατορθοῦντας Plu.Cor.15, τὸν Τιβέριον ... τῇ ἐπικλήσει ἐκείνῃ ἐγαύρωσε dio motivo de orgullo a Tiberio con aquel título D.C.55.6.5.
German (Pape)
[Seite 476] übermütig machen, τινά D. Cass.; sonst pass., = γαυριάω, prahlen, βοστρύχοις γαυρούμενος Eur. Or. 1532; so Plut. Coriol. 15; Babr. 43, 15; absolut, Batrach. 266; ἐπί τινι Xen. Hier. 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
γαυρόω: κάμνω τινὰ γαῦρον, ὑπερήφανον· μόνον κατ’ ἀόρ. ἐγαύρωσε Δίων Κ. 55. 6· ― ἀλλαχοῦ ὡς παθ. γαυρόομαι, ὅμοιον τῷ γαυριάω, ἐπαίρομαι, ὑψηλοφρονῶ, στῆ δὲ παρὰ λίμνην γαυρούμενος Βατραχομ. 266· ἐπαίρομαι ἐπί τινι, μὴ γαυροῦ σοφίῃ Φωκυλ. 47· ξανθοῖς βοστρύχοις γαυρούμενος Εὐρ. Ὀρ. 1532, πρβλ. Βάκχ. 1142· ἐπὶ τῷ ἔργῳ γαυροῦται Ξεν. Ἱερ. 2, 15· ― παρατ. ἐγαυρούμην Βαβρ. 43. 15, Δίων Κ. μέλλ. –ωθήσομαι Ἑβδ., ἀόρ. ἐγαυρώθην Δίων Κ. 48. 20· πρκμ. γεγαύρωμαι Ἑβδ.· ― πρβλ. ἐκ-, ἐπιγαυρόομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαυρόω γαῦρος
1. act. causat. met acc. trots maken. Plut. Cor. 15.7 (tekst onzeker).
2. vooral med. pass. trots zijn; met dat., met ἐπί + dat. op of vanwege iets.