ὑψιπέτης

Revision as of 09:41, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὑψιπέτου, Dor. ὑψῐπέτας, α, ὁ: (πέτομαι):—high-flying, soaring, αἰετός Il.12.201,219, Od.20.243; ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pi.P.3.105; γενοίμαν αἰετὸς ὑψιπέτας S.Fr.476 = Ar. Av.1337 (lyr.): Comp. ὑψιπετέστερος Herm. ap. Stob.1.49.45:—some unnamed Gramm. (in opposition to Aristarchus) wrote ὑψιπετῆς (contr. from ὑψιπετήεις), v. Sch. A Il.12.201; the acc. sg. ὑψιπετῆ ὄρνιθα in Ant. Lib.16.2 belongs in sense to this word, in form to the next.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui vole ou s'élance au haut des airs.
Étymologie: ὕψι, πέτομαι.

German (Pape)

ὁ, der hochfliegende; αἰετός Il. 12.201, 219, 13.822, Od. 20.243, wie Soph. frg. 423; ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pind. P. 3.105; sp.D., wie Antip.Sid. 105 (VII.172); weil sich auch ὑψιπετήεις findet, betrachteten einige Gramm. ὑψιπετής als hieraus zusammengezogen und akzentuierten ὑψιπετῆς, vgl. Hdn. bei Schol. Il. 12.201 und EM. 786.8.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιπέτης: дор. ὑψιπέτας, ου adj. m высоко летящий (αἰετός Hom., Soph., Arph.; γέρανος Anth.; ἄνεμοι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπέτης: -ου, Δωρ. ὑψῐπέτας, α, ὁ· (√ΠΕΤ, πέτομαι)· ― ὁ εἰς ὕψος πετόμενος, αἰετὸς Ἰλ. Μ. 201, 219, Ὀδ. Υ. 243, Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1337· ἄνεμοι Πινδ. Π. 3. 189· συγκρ. -έστερος, ὅσα ὑψιπετέστερά ἐστι τῶν ὀρνέων Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1, 996· ― τινὲς τῶν γραμματ. ἔγραψαν ὑψιπεπετῆς (κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ ὑψιπετήεις), ἴδε La Roche Text-kr. σ. 372. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ὁ Εὐστ. (1520, 60) λέγει: «τὰ ἀπὸ τοῦ πέτεσθαι γινόμενα βαρύνονται, οἷον “ἀετὸς ὑψιπέτης” καὶ τὰ τοιαῦτα, τὰ δὲ ἀπὸ τοῦ πεσεῖν ὀξύνονται, οἷον, “παλλάδιον ὑψιπετές”». ― Περὶ τοῦ ὑψιπέτης καὶ ὑψιπετὴς, ἴδε Κόντον ἐν Ποικίλοις Φιλολογικοῖς Χαριτωνίδου 270, 861, 309, 310 κἑξ.

English (Autenrieth)

(πέτομαι): high-flying.

Greek Monotonic

ὑψῐπέτης: -ου, Δωρ. ὑψῐπέτας, -α, ὁ (πέτομαι), αυτός που πετάει ψηλά, υψούμενος, αυτός που ανεβαίνει, αυξανόμενος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· γενικά ψηλός, αγέρωχος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑψῐ-πέτης, ου, πέτομαι
high-flying, soaring, Hom., Ar.: generally lofty, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού πετᾶ ψηλά). Ἀπό τό ὕψι + πέτομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.