κατελπίζω
English (LSJ)
hope or expect confidently, κ. εὐπετέως τῆς θαλάσσης κρατήσειν Hdt.8.136, cf. Plb.2.31.8; μηδὲν ἄγαν κ. D.S.15.33, cf. Phld.Oec.p.73 J.: c. gen., base one's hopes upon, τῆς αὐτῶν δυνάμεως J.AJ5.1.20:—Pass., ἀποβαίνειν οἷα κατηλπίσθη Phld.Lib.p.27 O.
German (Pape)
[Seite 1395] verstärktes simplex; κατήλπιζε εὐπετέως τῆς θαλάσσης κρατήσειν Her. 1, 136; Pol. 2, 31, 8 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
espérer fortement.
Étymologie: κατά, ἐλπίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ελπίζω stellig hopen.
Russian (Dvoretsky)
κατελπίζω: твердо надеяться (τῆς θαλάσσης κρατήσειν Her.; δυνήσεσθαι ἐκβαλεῖν τοὺς πολεμίους Polyb.).
Greek Monolingual
κατελπίζω (Α)
1. (ενεργ. και παθ.) ελπίζω πολύ, έχω μεγάλες ελπίδες, προσδοκώ («κατελπίσαντες... δυνήσεσθαι τοὺς Κελτούς... ἐκβαλεῖν», Πολ.)
2. (με γεν.) στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («κατελπίζειν τῆς αὐτῶν δυνάμεως», Ιώσ.).
Greek Monotonic
κατελπίζω: μέλ. -σω, ελπίζω ή αναμένω με πεποίθηση, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατελπίζω: λίαν ἐλπίζω ἢ πεποιθότως περιμένω, κ. εὐπετέως τῆς θαλάσσης ἐπικρατήσειν Ἡρόδ. 8. 136, πρβλ. Πολύβ. 2. 31, 8· μηδὲν ἄγαν κ. Διόδ. 15. 33.
Middle Liddell
fut. σω
to hope or expect confidently, Hdt.