πολυάριθμος

From LSJ
Revision as of 07:38, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάριθμος Medium diacritics: πολυάριθμος Low diacritics: πολυάριθμος Capitals: ΠΟΛΥΑΡΙΘΜΟΣ
Transliteration A: polyárithmos Transliteration B: polyarithmos Transliteration C: polyarithmos Beta Code: polua/riqmos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, numerous, manifold, Callicrat. ap. Stob.4.28.16; δύναμις D.S.14.25.

German (Pape)

[Seite 659] zahlreich, vielfach, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

πολυάριθμος: (ᾰ) многочисленный (δύναμις Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυάριθμος: -ον, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Καλλικρατ. παρὰ Στοβ. 485. 36· δύναμις Διόδ. 14. 25.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυάριθμος, -ον, ΝΜΑ
ο πολύς σε αριθμό, αυτός που αποτελείται από μεγάλο πλήθος, πολυπληθής, σε αντιδιαστολή με τον ολιγάριθμο (α. «πολυάριθμο στράτευμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀριθμός (πρβλ. ισάριθμος, ολιγάριθμος)].