συναποκομίζω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
carry away together, D.S.1.20, 3.15:—Pass., J.AJ14.4.5.
German (Pape)
[Seite 1002] mit od. zugleich weg- od. zurückbringen, D. Sic.
Russian (Dvoretsky)
συναποκομίζω: уносить с собою (εἰς τὴν Αἴγυπτον δῶρα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
συναποκομίζω: ἀποκομίζω ὁμοῦ, ἐπανελθόντα εἰς τὴν Αἴγυπτον συναπακομίσαι δῶρα πανταχόθεν τὰ κράτιστα Διόδ. 1. 20., 3. 15.