φαραγγώδης

From LSJ
Revision as of 07:46, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰραγγώδης Medium diacritics: φαραγγώδης Low diacritics: φαραγγώδης Capitals: ΦΑΡΑΓΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pharangṓdēs Transliteration B: pharangōdēs Transliteration C: faraggodis Beta Code: faraggw/dhs

English (LSJ)

φαραγγῶδες,
A full of chasms or ravines, τόποι Arist.HA578a27, cf. D.S.1.32, J.AJ5.2.11, Corn.ND27.
II found in ravines, of the plant ὄστρυς, Thphr. HP 3.10.3.

German (Pape)

[Seite 1255] ες, einer φάραγξ ähnlich, wie eine Schlucht, mit Schluchten, Thälern versehen, Arist. H. A. 6, 28.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
creusé de ravins ou de vallées profondes.
Étymologie: φάραγξ, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

φᾰραγγώδης:
1 изрезанный ущельями, овражистый, обрывистый (τόπος Arst., Plut., Diod.);
2 текущий по ущельям (ποταμός Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

φᾰραγγώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς φάραγγα ἢ πλήρης φαράγγων, τόποι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28. 1, πρβλ. Διόδ. 1. 32. ΙΙ. ὁ φιλῶν τοιαύτας τοποθεσίας, ἔνυδρον δὲ καὶ φαραγγῶδες (ἡ ὄστρυς) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.

Greek Monolingual

-ες / φαραγγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φάραγξ, -γγος]
όμοιος με φαράγγι ή γεμάτος φαράγγια
μσν.-αρχ.
(για φυτά) αυτός που φύεται στα φαράγγια.