ἄτρεπτος
English (LSJ)
ἄτρεπτον,
A unchangeable,opp. παθητός, οὐσία Chrysipp.Stoic. 2.158; unmoved, inflexible, Arist.Mu.401b19; irreparable, φόνος A.R. 4.704; Μοῖρα IG9(2).317, cf. 14.1839; ἀτρέπτους κἀπαραιτήτους Phld. D.1.18; ἄ. τὸ πρόσωπον Luc.VH2.23; ἄ. πρὸς κινδύνους J.BJ7.8.7; πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν indifferent to ill-repute, not caring, Plu.Alc.13. Adv. ἀτρέπτως Ph.2.87, J.BJ7.9.1; without hesitation, D.S.34.2, Ael. NA17.17:—also ἀτρεμπτί, Hdn.Epim.256.
II Medic., of food, undigested, Aret.SD1.16, Gal.16.800.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inmutable, inalterable de cosas y abstr. op. παθητός: ἡ οὐσία Chrysipp.Stoic.2.158, φύσις Ph.1.78, τὸ ὕδωρ Plu.2.725b, τὸ ὄν Numen.8, ἢν φλεγμαίνῃ ... τὸ ἧπαρ ... ἄτρεπτον δὲ τὸ ἐς ἐργασίην ἔῃ Aret.SD 1.15.2, ἡ ποιότης Aristid.Quint.131.22, τὰ ... συμβαίνοντα Aristid.Quint.131.26, ἡ ψυχή Ast.Am.Hom.9.8.1, μίαν ... ἄτρεπτον καὶ ἄχρονον ζωὴν διδόντας Plot.4.4.10, ἐξ ἀτρέπτου ... καὶ ἀεὶ ὡσαύτως μένοντος οὐκ ἂν γεννηθείη τι S.E.M.10.334
•firme, constante φρόνημα I.BI 7.370, προαίρεσις Plu.2.799b, αἴσθησις S.E.M.7.160, τὸ δοξάζειν Plot.3.6.4, νοῦς Philostr.Her.46.18, νεύματα Nonn.D.17.49
•de pers. impasible, indiferente οὐδεὶς ἄ. Sm.Ib.15.15, ἄ. ... πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν Plu.Alc.13, τὸ πρόσωπον ἄ. ἦν de Sócrates, Luc.VH 2.23, Μοῖρα Ἄ. Theol.Ar.5, cf. Ph.1.72, Polyaen.2.1.14, IG 9(2).317.2 (Tesalia III d.C.), Hld.2.24.6, Procop.Arc.13.16, frec. en lit. crist. de Dios, Iust.Phil.M.6.1284A, de la naturaleza divina ἡ τοῦ θεοῦ φύσις ... ἄ. Epiph.Const.Haer.69.26, cf. Cyr.Al.M.74.965A, de la Trinidad y sus personas, Ath.Al.M.26.49B, Origenes Io.6.38, ὁ δὲ υἱὸς ... ἄ. ἐξ ἀτρέπτου Ath.Al.M.25.205A, 26.542A, ἄ. ζωή Origenes Io.2.17
•c. gen. indiferente ante Ἡρακλῆς μὲν ἄ. μένει τοῦ θεάματος Philostr.Im.2.15.4
•subst. τὸ ἄτρεπτον = inmutabilidad ὥσπερ θεοῦ τὸ ἄτρεπτον εἶναι Ph.1.72, κατέχειν δὲ μόνον αὐτοῦ τὸ μεγαλουργὸν καὶ ἄτρεπτον Agath.5.18.6, cf. Clem.Al.Strom.1.24.163, Ath.Al.M.26.592B.
2 que no admite cambio, irreparable ἐπεὶ τὰ παρελθόντα πάντα ἄτρεπτά ἐστι Arist.Mu.401b19, ἀτρέπτοιο λυτήριον ... φόνοιο A.R.4.704.
3 no transformado, no digerido ἡ τροφὴ ἄπεπτος, ἄ. Aret.CD 2.7.1, ὠμῶν δὲ καὶ ἀτρέπτων ἡ ἀνάδοσις Aret.SD 1.16.2, οὐ μόνον ἀτρέπτων καὶ ἀμεταβλήτων κατὰ ποιότητα μεινάντων Gal.16.800.
II adv. ἀτρέπτως
1 inmutablemente ἀ. ἔχει Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1284A
•inflexible, rígidamente, inexorablemente οἱ δὲ ἀ. πάντας φονεύσαντες I.BI 7.396, ἀ. καὶ ἀπαραιτήτως ἔχει Ph.2.87, ἀ. ... ὑπομεῖναι τῷ ἐλέει τοῦ Θεοῦ Basil.Ep.79.
2 sin vacilación τοῦ δὲ ἀ. πάντα διηγομένου D.S.34/35.2, cf. Ph.1.112, (μῦς) μάλα ἀ. ἐπινήχεσθαι Ael.NA 17.17.
German (Pape)
[Seite 388] unverwandt, unerschütterlich, πρόσωπον Plut. Poplic. 17; τὸ πρ. ἄτρεπτος ἦν, er veränderte keine Miene, Luc. Ver. H. 2, 23; πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν, er lehrte sich nicht daran, Plut. Alc. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se détourne pas, immobile, immuable;
2 fig. qui ne s'émeut pas, indifférent.
Étymologie: ἀ, τρέπω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτρεπτος, -ον) τρέπω
1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος
2. άκαμπτος, σταθερός, αλύγιστος
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀτρέπτως
χωρίς μεταβολή
αρχ.
1. ανεπανόρθωτος
2. αυτός που δεν δίνει σημασία, αδιάφορος σε κάτι
3. ο δίχως δισταγμό, ο αδίστακτος
4. αχώνευτος, άπεπτος.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἄτρεπτος: неподвижный, неизменный (τὰ παρελθόντα πάντα Arst.; πρόσωπον Luc.; τοῦ σώματος ῥώμη Plut.): ἄ. πρός τι Plut. безразличный к чему-л.; χρῆσθαι ἀτρέπτῳ τῷ λογισμῷ πρὸς τὸ δεινόν Plut. мужественно умирать.
Middle Liddell
Translations
indifferent
Armenian: անտարբեր; Belarusian: абыякавы, безуважны, раўнадушны; Bulgarian: равнодушен, безразличен; Catalan: indiferent; Chinese Hokkien: 冷淡; Mandarin: 冷漠, 冷淡; Czech: lhostejný; Danish: ligeglad; Dutch: onverschillig; Finnish: välinpitämätön; French: indifférent; Galician: indiferente; German: gleichgültig, teilnahmslos; Greek: αδιάφορος; Ancient Greek: ἀδιάφορος, ἄτρεπτος; Hebrew: אָדִישׁ; Hindi: रूखा; Hungarian: közömbös, közönyös, érdektelen, érzéketlen; Irish: fuarchúiseach; Italian: indifferente; Japanese: 冷淡な, 無関心な, どこ吹く風の; Korean: 무관심하다; Kurdish Southern Kurdish: خەمسەرد; Latin: incuriosus, indifferens; Macedonian: рамнодушен; Maori: arokore, haumaruru, ngākau kore, ngākaukore, whakamoroki; Norwegian Bokmål: likegyldig; Nynorsk: likesæl; Polish: obojętny; Portuguese: indiferente; Romanian: indiferent, apatic; Russian: равнодушный, безразличный, безучастный, индифферентный; Scottish Gaelic: coma; Serbo-Croatian Cyrillic: равно̀душан; Roman: ravnòdušan; Slovak: ľahostajný; Spanish: indiferente; Swedish: likgiltig; Tagalog: malatuba; Tatar: битараф; Turkish: umursamaz, ilgisiz, kayıtsız; Ukrainian: байдужий, байдужний, байдужливий, рівнодушний