ἐφοδεία

From LSJ
Revision as of 08:00, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφοδεία Medium diacritics: ἐφοδεία Low diacritics: εφοδεία Capitals: ΕΦΟΔΕΙΑ
Transliteration A: ephodeía Transliteration B: ephodeia Transliteration C: efodeia Beta Code: e)fodei/a

English (LSJ)

ἡ, (ἐφοδεύω)
A going the rounds, visiting sentries, Plb.6.35.8: pl., Ph.Bel.93.5, Polyaen.7.14.2:—written ἐφοδ-ία, D.S.20.16.
2 making a round of visits, SIG656.26 (Abdera, ii B. C.).
II inspectorate, PTeb.96.2 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1121] ἡ, das Umgehen, um nachzusehen, bes. das Visitiren der Wachtposten, Pol. 6, 35, 8; – die Runde, Patrouille, D. Sic. 20, 16; Polyaen. 7, 14, 2; vgl. noch Pol. 10, 15, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἐφοδεία:
1 обход постов, проверка караулов Polyb.;
2 дозор, патруль Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφοδεία: ἡ, (ἐφοδεύω) τὸ περιέρχεσθαι, ἐπισκέπτεσθαι τοὺς φρουροὺς, κτλ. Πολύβ. 6. 35, 8. 2) φυλακή, φρούρησις, περιπολία, Wessel, ἐν Διοδ. 20. 16.

Greek Monolingual

η (Α ἐφοδεία και μτγν. και ἐφοδία) εφοδεύω
1. απρόοπτη επίσκεψη, επιθεώρηση φρουρών, έφοδος αξιωματικού για επιθεώρηση φρουράς, κυρίως σε νυκτερινές ώρες
2. φυλακή, φρούρηση, περιπολία
3. γεν. επιθεώρηση.