ὁλομερής

From LSJ
Revision as of 08:05, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλομερής Medium diacritics: ὁλομερής Low diacritics: ολομερής Capitals: ΟΛΟΜΕΡΗΣ
Transliteration A: holomerḗs Transliteration B: holomerēs Transliteration C: olomeris Beta Code: o(lomerh/s

English (LSJ)

ὁλομερές, in entire parts, in large or whole pieces, κρέα D.S.5.28, Dsc.5.75. Adv. ὁλομερῶς Arist. ap. D.L.5.28.

German (Pape)

[Seite 326] ές, zu ganzen Theilen, in ganzen, großen Stücken, D. Sic. – Adv. ὁλομερῶς, Arist. bei D. L. 5, 28.

Russian (Dvoretsky)

ὁλομερής: со всеми частями, цельный, целый, неповрежденный Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλομερής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀκεραίων ἢ ἐκ μεγάλων μερῶν, Διόδ. 5. 28· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 28. Ἐντεῦθεν ὁλομέρεια, ἡ, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 89, 14.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁλομερής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που έχει όλα τα μέρη του, πλήρης, ακέραιος, άρτιος
αρχ.
αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη.
επίρρ...
ολομερώς (Α ὁλομερῶς)
καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ομοιομερής].