χωρογράφος
English (LSJ)
(parox.), ον, describing countries. opp. to the more special term τοπογράφος (describing the single places), as well as to the still more general term γεωγράφος, Str.1.1.16.
German (Pape)
[Seite 1388] Länder, Gegenden beschreibend, Strab. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
géographe ou historien qui fait la description d'un pays.
Étymologie: χώρα, γράφω.
Greek (Liddell-Scott)
χωρογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ περιγράφων χώρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν εἰδικώτερον ἐργαζόμενον τοπογράφον (τὸν περιγράφοντα τοὺς κατὰ μέρος τόπους), ὡς καὶ πρὸς τὸν γενικώτερον ἐργαζόμενον γεωγράφον, Στράβ. 9.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χωρογράφος, η, Ν
ειδικός που ασχολείται με την χωρογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα/χῶρος + -γράφος].
Greek Monotonic
χωρογράφος: [ᾰ], -ον, αυτός που περιγράφει χώρες σε ταξιδιωτικές εντυπώσεις, σε Στράβ.
Middle Liddell
χωρο-γρᾰ́φος, ον,
describing countries, Strab.