χωρογράφος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρογρᾰ́φος Medium diacritics: χωρογράφος Low diacritics: χωρογράφος Capitals: ΧΩΡΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: chōrográphos Transliteration B: chōrographos Transliteration C: chorografos Beta Code: xwro/grafos

English (LSJ)

(parox.), ον, describing countries. opp. to the more special term τοπογράφος (describing the single places), as well as to the still more general term γεωγράφος, Str.1.1.16.

German (Pape)

[Seite 1388] Länder, Gegenden beschreibend, Strab. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
géographe ou historien qui fait la description d'un pays.
Étymologie: χώρα, γράφω.

Greek (Liddell-Scott)

χωρογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ περιγράφων χώρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν εἰδικώτερον ἐργαζόμενον τοπογράφον (τὸν περιγράφοντα τοὺς κατὰ μέρος τόπους), ὡς καὶ πρὸς τὸν γενικώτερον ἐργαζόμενον γεωγράφον, Στράβ. 9.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και χωρογράφος, η, Ν
ειδικός που ασχολείται με την χωρογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα/χῶρος + -γράφος].

Greek Monotonic

χωρογράφος: [ᾰ], -ον, αυτός που περιγράφει χώρες σε ταξιδιωτικές εντυπώσεις, σε Στράβ.

Middle Liddell

χωρο-γρᾰ́φος, ον,
describing countries, Strab.