χρυσωτής
English (LSJ)
χρυσωτοῦ, ὁ, gilder, IG22.1635.37, Plu.2.348e.
German (Pape)
[Seite 1383] ὁ, der Vergolder, Plut. glor. Ath. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
doreur.
Étymologie: χρυσόω.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσωτής: οῦ ὁ золотильщик (ἀγαλμάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσωτής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ χρυσώνων, ἐπικαλύπτων τι διὰ χρυσοῦ, Πλούτ. 2. 348Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 158a.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. χρυσώτρια, Ν χρυσῶ /χρυσώνω
τεχνίτης ειδικός στο χρύσωμα, στην επιχρύσωση (α. «χρυσωτής βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ μισθός», επιγρ.).
Translations
gilder
Arabic: دَجَّال, دَجَّالَة, طَلَّاء; Catalan: daurador; Danish: forgylder; Dutch: vergulder; French: doreur, doreuse; German: Vergolder, Vergolderin; Greek: επιχρυσωτής, χρυσωτής; Ancient Greek: βαφεύς, βαφεὺς χρυσοῦ; Italian: doratore, doratrice, indoratore, indoratrice; Norwegian Bokmål: forgyller; Portuguese: dourador, douradora, doirador, doiradora; Spanish: dorador, doradora; Swedish: förgyllare