ἐγκαθαρμόττω
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
German (Pape)
[Seite 703] einfügen, Ar. Lys. 684.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαθαρμόζω: и ἐγκαθαρμόττω всовывать, вдевать (ἐς ξύλον τὸν αὐχένα ἐγκαθαρμόσαι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθαρμόζω: μέλλ. -όσω, καθαρμόζω τι ἐντὸς ἄλλου πράγματος, Ἀριστοφ. Λυσ. 682.
Greek Monolingual
ἐγκαθαρμόζω (Α)
συναρμόζω μέσα σε κάτι άλλο.