περιπλοκάδα
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
η / περιπλοκάς, -άδος, ΝΜΑ, και περικοκλάδα, η και περιπλοκάδι και περικοκλάδι, το, Ν
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ασκληπιαδίδες και περιλαμβάνει αναρριχητικά πολυετή ποώδη ή θαμνώδη είδη του Παλαιού Κόσμου με φύλλα αντίθετα και με μικρά πρασινωπά άνθη σε κυματώδεις ταξιανθίες
2. (κατ' επέκτ.) γενική ονομασία πολλών περιελισσόμενων και αναρριχητικών φυτών
3. μτφ. εσκεμμένη προβολή προφάσεων, προσχημάτων, υπεκφυγή («άσε τις περιπλοκάδες και μίλα καθαρά»)
αρχ.
το φυτό σμῖλαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλέκω / περιπλοκή + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. παραφυάδα). Ο νεοελλ. τ. περικοκλάδα έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική επίδραση της λ. κλαδί.