συμμεταδίδωμι

From LSJ
Revision as of 07:35, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "theilen" to "teilen")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταδῐ́δωμι Medium diacritics: συμμεταδίδωμι Low diacritics: συμμεταδίδωμι Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: symmetadídōmi Transliteration B: symmetadidōmi Transliteration C: symmetadidomi Beta Code: summetadi/dwmi

English (LSJ)

impart information about a matter, σ. τινί τινος or περί τινος, Plb.5.36.2, 22.14.7.

German (Pape)

[Seite 981] (s. δίδωμι), mitteilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταδίδωμι: (δῐ) передавать, сообщать (τινί τινος или περί τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταδίδωμι: μεταδίδωμι ἢ ἀνακοινοῦμαι ὁμοῦ, σ. τινί τινος ἢ περί τινος Πολύβ. 5. 36, 2., 23. 14, 7.

Greek Monolingual

Α
κοινοποιώ σε κάποιον κάτι για την από κοινού εξέτασή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταδίδωμι «ανακοινώνω, συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι»].