διχομηνία

From LSJ
Revision as of 07:41, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχομηνία Medium diacritics: διχομηνία Low diacritics: διχομηνία Capitals: ΔΙΧΟΜΗΝΙΑ
Transliteration A: dichomēnía Transliteration B: dichomēnia Transliteration C: dichominia Beta Code: dixomhni/a

English (LSJ)

ἡ,
A full moon, IG12.6.62, PRev.Laws 56.18 (iii B. C.), LXX Si.39.12, Gem.8.1, etc.; δ. μηνὸς Μεταγειτνιῶνος Inscr.Prien.4.45 (iv B. C.); ἡ σελήνη δ. ἦγεν Plu.Dio23.
2 mid-menstrual period, Hp. Oct.13.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Oct.4, IM 2.4 (IV/III a.C.)
1 período temporal a mediados del mes, e.e., plenilunio ἀπὸ διχομɛ̄νίας IG 13.6B.41 (V a.C.), cf. Milet 1(3).145.28 (II a.C.), ἔσχατον τῇ διχομηνίᾳ τοῦ μηνός a más tardar a mediados de mes, IPr.4.45 (IV a.C.), cf. ICos ED 55B.4 (IV a.C.), IM l.c., Tit.Cam.148.4 (III a.C.), πρὸ τῆς διχομηνίας PRev.Laws 56.18 (III a.C.), ὡς δ. ἐπληρώθην estoy repleto como luna llena LXX Si.39.12, πανσέληνος δὲ λέγεται ... περὶ τὴν διχομηνίαν Gem.8.1, cf. Vett.Val.205.26, ἡ δὲ σελήνη διχομηνίαν ἦγε Plu.Dio 23, ἐν διχομηνίᾳ Plu.2.932e, op. νουμηνία Plu.2.929b, διὰ διχομηνίαν Erot.Fr.Pap.Nect.2.2.
2 medic. período intermedio del ciclo menstrual περὶ διχομηνίην ἐν γαστρὶ λαμβάνειν Hp.l.c.

German (Pape)

[Seite 646] ἡ, der Vollmond, der den griechischen Mondmonat in zwei gleiche Teile theilte; Plut. Dion. 23 ἡ σελήνη διχομηνίαν ἦγεν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
premier jour de la pleine lune, càd milieu du mois, chez les Grecs.
Étymologie: διχόμηνος.

Greek Monolingual

διχομηνία, η (AM) (Μ και διχομήνη)
1. το μέσο του μήνα
2. η πανσέληνος.

Greek Monotonic

διχομηνία: ἡ, πανσέληνος, ολόγιομο φεγγάρι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διχομηνία: ἡ середина месяца, т. е. (по греч. счислению) полнолуние Plut.

Middle Liddell

διχομηνία, ἡ, n [from διχόμηνος
the fullness of the moon, Plut.