Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταποικίλλω

From LSJ
Revision as of 05:30, 13 May 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταποικίλλω Medium diacritics: καταποικίλλω Low diacritics: καταποικίλλω Capitals: ΚΑΤΑΠΟΙΚΙΛΛΩ
Transliteration A: katapoikíllō Transliteration B: katapoikillō Transliteration C: katapoikillo Beta Code: katapoiki/llw

English (LSJ)

A deck with various colours or deck in diverse modes, mottle, τὸ σῶμα Pl.Ti.85a; θάλαμος, ὃν αἱ Χάριτες κατεποίκιλαν Men.Rh. p.407S.; διττὰ ὑφάσματα Ph.2.226:—Pass., ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται Pl.Euthphr.6c; ὀροφὴ ἀστέρας καταπεποικιλμένη D.S.1.47.
2 metaph., of style, κ. τὸν λόγον Isoc. 13.16, Phld. Rh.1.167S.; also κ. τὰ γεγενημένα, of historians, Agath.Praef. p.136D.

German (Pape)

[Seite 1371] mannigfaltig, bunt machen, ausschmücken; τὸ σῶμα Plat. Tim. 85 a; vom Maler, Euthyphr. 6 d; πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ καταπεποίκιλτο Callixen. bei Ath. V, 204 b; eigenthümlich ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη, mit Sternen geschmückt, D. Sic. 1, 47.

Russian (Dvoretsky)

καταποικίλλω:
1 пестро расписывать, разукрашивать (ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ καταπεποίκιλται Plat.): ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη Diod. потолок, украшенный звездами по синему фону;
2 покрывать пятнами, испещрять (τὸ σῶμα λεύκας ἀλφούς τε Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

καταποικίλλω: κοσμῶ διὰ διαφόρων χρωμάτων ἢ κατὰ ποικίλους τρόπους, διαποικίλλω, τὸ σῶμα Πλατ. Τίμ. 85A.― Παθ., τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν γραφέων ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 6D· ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη Διόδ. 1. 47· πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ κατεπεποίκιλτο Ἀθήν. 204Β· ἴδε ἐν λέξει κηρογραφία·― περὶ τοῦ λόγου, ἡ λαλιὰ χαίρει ἁβρότητι καταποικίλλεσθαι Walz. Ρήτορ. 9. 257.

Greek Monolingual

καταποικίλλω (Α)
1. διακοσμώ κάτι με στολίδια, με χρώματα ή με ποικίλους τρόπους
2. μτφ. (για λόγο) στολίζω, διακοσμώ, ομορφαίνω
3. (για εξιστόρηση) παραθέτω επεισόδια, ανέκδοτα κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ποικίλλω bont beschilderen:. ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται onze tempels zijn door de schilders bont beschilderd Plat. Euthyph. 6c.