παλαίω
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
English (LSJ)
Aeol. πάλαιμι Hdn.Gr.2.930; Boeot. παλήω ib.949: fut. παλαίσω: aor. ἐπάλαισα: (πάλη A):—
A wrestle, οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις Il.23.621; καί νύ κε τὸ τρίτον . . πάλαιον ib.733; παλαίουσ' ἐς τρίς S.Fr.941.13; οἱ ἐπιστάμενοι παλαίειν Pl.Prt.350e; ἐπάλαισαν κάλλιστα Ἀθηναίων Id.Men.94c; τὸν παλαίσαντά ποτ' ἐκεῖνον him once famous as a wrestler, D.21.71. 2 π. τινί wrestle with one, Φιλομηλείδῃ ἐπάλαισεν Od.4.343, 17.134; λέοντι Pi.P.9.27: metaph., wrestle with a calamity, ἀάτῃσι Hes.Op.413; φόνῳ Pi.N.8.27; κακῷ μερμέρῳ E.Rh.509; πολλαῖς ζημίαις X.Oec.17.2. II c. acc., overcome, λόγον λόγῳ παλαιστέον An.Ox.3.216:—Pass., παλαισθείς beaten, E. El.686; οἶνος . . παλαίεσθαι βαρύς Id.Cyc. 678. III c. inf., endeavour, Ach.Tat.3.1.
German (Pape)
[Seite 446] ringen; οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι, οὐδὲ παλαίσεις, Il. 23, 621; τινί, mit Einem, Φιλομηλείδῃ ἐπάλαισεν ἀναστάς, Od. 4, 343. 17, 134; λέοντι, Pind. P. 9, 28; u. übertr. wie bei uns, Αἴας φόνῳ πάλαισεν, N. 8, 27, ἄτῃσιν, Hes. O. 411; κακῷ δὲ μερμέρῳ παλαίομεν, Eur. Rhes. 509; u. in Prosa, ἐπάλαισαν κάλλιστα τῶν Ἀθηναίων, Plat. Men. 94 c, Folgde; auch übertr., ζημίαις, Xen. Oec. 17, 2; φυγαῖς καὶ ἀναδασμοῖς, συμφοραῖς u. ä., Pol. 2, 56, 6. 4, 81, 13 u. ä.; πεπάλαικα πόθοις τρισίν, Ep. ad. 11 (XII, 90). – Pass. überwunden werden, παλαισθείς Eur. El. 686, δεινὸς γὰρ οἶνος καὶ παλαίεσθαι βαρύς Cycl. 674. – S. auch παλέω.