ἐξέγερσις
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἐξεγέρσεως, ἡ,
A awakening, Plb.9.15.4 (pl.).
2 waking up, D.H.3.70, Plu.2.909d.
German (Pape)
[Seite 875] ἡ, das Aufwachen, Aufstehen; Pol. 9, 15, 4; D. Hal. 3, 70.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de réveiller, d'exciter.
Étymologie: ἐξεγείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέγερσις: ἐξεγέρσεως, ἡ, ἐπὶ στρατοῦ, τὸ ἐξεγείρειν αὐτὸν ἐκ τοῦ ὕπνου ἢ ἐκ τοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 9. 15, 4. 2) τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, μετὰ τὴν ἐξέγερσιν οὐχ εὑρίσκων τινὰς Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλούτ. 2. 909C.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέγερσις: ἐξεγέρσεως ἡ пробуждение Plut.: ποιεῖν τὰς ἐξεγέρσεις Polyb. просыпаться.