ἱκετεύω

From LSJ
Revision as of 19:12, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετεύω Medium diacritics: ἱκετεύω Low diacritics: ικετεύω Capitals: ΙΚΕΤΕΥΩ
Transliteration A: hiketeúō Transliteration B: hiketeuō Transliteration C: iketeyo Beta Code: i(keteu/w

English (LSJ)

fut.

   A -σω E.IA462 (cj. Markl.), Isoc.7.69: aor. 1 ἱκέτευσα: used by Hom. only in impf. and aor. with ῐ metri gr., but in Trag. ῑ from the augm.:—Med. and Pass. (v. infr.):—approach as a suppliant, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα Od.15.277, al.; ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε Il.16.574; ἐς Θήβας ἱ. Hes.Sc.13; ἱ. σε τῶνδε γουνάτων, πρὸς γονάτων σε, E.Hec.752, Med.854 (lyr.): abs., Hdt.3.48, Isoc.7.69, Phld.Piet. 63.    2 supplicate, beseech, c. acc. pers. et inf., ὁ δέ με μάλα πόλλ' ἱκέτευεν ἱππόθεν ἐξέμεναι Od.11.530, cf. Hdt.1.11, S.OC1414, E.Ion 468 (lyr.); δέομαι ὑμῶν καὶ ἱ. καὶ ἀντιβολῶ . . βοηθῆσαι D.27.68; δεόμενον καὶ ἱκετεύοντα σοφίας μεταδιδόναι Pl.Euthd.282b; ἱ. τὸν θεόν, ἵνα . . Aristeas 233; ἱκετεύεις ἵνα ἀφεθῇς Arr.Epict.3.24.76; ἱ. ὡς . . Luc.Anach.1: c. gen. pers. et inf., beg of one that... E.IA 1242: c. dat., interpol. in Is.2.8:—Pass., τοῦ θεοῦ ἱκετευθέντος ὑπὸ σοῦ J.AJ6.2.2.    3 c. acc. rei, ὑπὲρ οἴκου . . ἱ. τάδε E.Or.673; ὅσα πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν Th.2.47; περὶ ὧν ἔδοξεν ἔννομα ἱκετεύειν ἐν τῇ βουλῇ IG22.218.8, cf. 337.34:—Pass., τὰ -όμενα Aristeas 192.    4 in Trag., freq. parenthetic, ἱκετεύω or ἱκετεύω σε, S.Ph.932, 1183 (lyr.), E.Hec.97 (anap.), cf. Ar.Nu.696, al.:—Med., Id.Ec.915 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1247] ein ἱκέτης sein, flehentlich bitten, anflehen; ὁ δέ με μάλα πόλλ' ἱκέτετεν, c. inf., Od. 11, 529; bes. als Schutzflehender, Hülfesuchender zu Einem kommen, ihn schutzflehend angehen, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα, 15, 277 u. öfter; auch ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε, Il. 16, 574; öfter bei Soph. u. Eur. absolut eingeschoben; c. acc., ἱκετεύω σε πεισθῆναί τί μοι Soph. O. C. 1418; πρὸς γονάτων σὲ πάντες πάντως ἱκετεύομεν Eur. Med. 854; ἱκετεύομεν μὴ κτείνειν I. A. 1015; μὴ τλῇς φίλους κτανεῖν Cycl. 286 (vgl. Her. 1, 11 u. Xen. Cyr. 4, 6, 9); l. d. ist I. A. 1242 ἱκέτευσον πατρός, τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν. – Prosa, absolut, Her. 3, 48, oft mit δέομαι vrbdn, Plat., z. B. Phaed. 114 a, wie Dem. δέομαι καὶ ἱκετεύω καὶ ἀντιβολῶ 27, 68; τινά, Her. 6, 68; c. inf., 1, 11; ἐδεήθη καὶ ἱκέτευσε τοὺς δικαστάς Plat. Apol. 34 c. Auffallend ist οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Is. 2, 8. – Das med. braucht Ar. Eccl. 915; auch v. l. Her. 3, 48.