στέφω
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
Od.8.170, S.Ant.431, Hyp.Fr.103: impf.
A ἔστεφον Il.18.205, A.Th.50; στέφον Hes.Op.75: fut. στέψω S.Aj.93, E.Tr.576 (anap.): aor. ἔστεψα Pl.Phd.58c:—Med., fut. στέψομαι Ath.15.676d: aor. ἐστεψάμην AP9.363.3 (Mel.), D.H.Rh.1.6, etc., (ἐπ-) Il. 1.470:—Pass., fut. στεφθήσομαι Gal.Protr.13: aor. ἐστέφθην E.Hel. 1360 (lyr.): pf. ἔστεμμαι A.Supp.345, Pl.Phd.58a, etc.; Ion. pf. part. ἐστεθμένος Schwyzer 725 (Milet., vi B.C.), cf. στέθματα.—στεφανόω is more freq., esp. in Prose:—put round, ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Il.18.205; ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Od.8.170; μνημεῖα πρὸς ἅρμ' Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον hung them round it, A.Th. 50; λάφυρα δαΐων . . ἁγνοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν ib.279:—Med., put round one's head, ποίην AP9.363 (Mel.); σκόροδα prob. in Ath.15.676d; κύκλους ἐλαίης Orph.A.325; ἰούλους Anacreont.42.10. II encircle, crown, wreath, τινὰ ἄνθεσι Hes.Op.75; σε παγχρύσοις λαφύροις S.Aj.93; κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις E.Alc.759; ἐρίῳ Pl.R.398a; κάρα κισσῷ E.Ba.341; σ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Pl.Phd.58c; νεκρόν Lyc.799; στήλην Call.Epigr.8, cf. AP7.657 (Leon.); ὁ στρατηγὸς ἔστεψέν [τινα] εἰς γυμνασίαρχ[ον] Wilcken Chr.41 ii 8 (iii A.D.):— Med., στέφου κάρα crown thy head, E.Ba.313; ἀμφὶ δὲ φύλλοις στεψάμενοι A.R.1.1124; βάκχοισιν κεφαλὰς περιανθέσιν ἐστέψαντο Nic.Fr. 130:—Pass., to be crowned, A.Supp.345; τινι with a thing, Id.Eu.44; τινος Nonn.D.5.282: with acc. of the games in which the prize is won, στεφθεὶς παγκράτιον CIG4380m10 (Oenoanda); ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια Luc.Merc.Cond.13; ποσσάκις ἐστέφθης δρόμον; IG14.1603 (Rome); στεφθεὶς στάδιν( = στάδιον) ib.1108 (ibid.); of a magistracy, στεφέσθω Ἀχιλλεὺς κοσμητείαν PRyl.77.34 (ii A.D.):— Med., Ἴσθμια καλλικόμοις στεψάμενον πίτυσιν Orph.Fr.290; στεψάμενοι σταδίοις APl.5.371. 2 wreathe a bowl or cup with leaves, Alex.119.6, cf. Ar.Fr.380; γυλλὸς ἐστεμμένος SIG57.26 (Milet., v B.C.); γυλλοὶ ἐστεθμένοι Schwyzer l.c. 3 crown or honour with libations, χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν σ. S.Ant.431; τύμβον λοιβαῖσι . . στέψαντες Id.El.53; ὅπως . . αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ib.458, cf. E.Or.1322. III Pass., στέφανον τὸν ἐκ τῆς βύβλου στεφόμενον twined of papyrus, Ath.15.676d codd.:—Act., στέφουσα, title of a statue by Praxiteles, v.l. for στεφανοῦσα in Plin. HN34.70. (τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Arist.Fr.101 (arguing from Hom.); cf. ἐπιστέφω, ἐπιστεφής; the orig. sense and etym. are doubtful.)
German (Pape)
[Seite 940] rings od. dicht umgeben (vgl. Buttm. Lexil. I p. 96), umhüllen, umschließen; ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε, rings um das Haupt hüllte sie ihm eine dichte Wolke, Il. 18, 205; übertr., θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, ein Gott umhüllt die unansehnliche Gestalt mit Redegabe, so daß jene vor dieser verschwindet, Od. 8, 170; λοιβαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει, sie über ihn ausgießen, Soph. Ant. 427; τύμβον λοιβαῖσι καὶ καροτόμοις χλιδαῖς στέψαντες, El. 53; vgl. Aesch. Ch. 93, τοῖσι πέμπ ουσιν τάδε στέφη; u. Eur. Or. 1321, τὸν τάφον στέψασα καὶ σπείσασα νερτέροις χοάς; überall der ursprüngliche Begriff des Umgebens festzuhalten. – Gew. kränzen, bekränzen; vielleicht ist so schon Hesiod. O. 75 zu nehmen, ἀμφὶ δὲ τήν γε Ὧραι καλλίκομοι στέφον ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι, welche Stelle übrigens mit ihrer Umgebung für unächt gehalten wird; αἰδοῦ σὺ πρύμναν πόλεος ὧδ' ἐστεμμένην, Aesch. Suppl. 340; Eum. 44; u. übh. ehren, ὅπως αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ἢ τὰ νῦν δωρούμεθα, Soph. El. 450; καί σε παγχρύσοις ἐγὼ στέψω λαφύροις, Ai. 93; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; σὲ ἐπὶ κάρα στέψουσι καλλικόμαν πλόκαμον, I. A. 1080; ἐπειδὰν ὁ ἱερεὺς τοῦ Ἀπόλλωνος στέψῃ τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου, Plat. Phaed. 58 c; ἐρίῳ στέψαντες, Rep. III, 398 a, s. oben; Luc. vrbdt στέφεσθαι τὰ Ὀλύμ πια, de merced. cond. 13.