κλείω

From LSJ
Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλείω Medium diacritics: κλείω Low diacritics: κλείω Capitals: ΚΛΕΙΩ
Transliteration A: kleíō Transliteration B: kleiō Transliteration C: kleio Beta Code: klei/w

English (LSJ)

(A), fut.

   A κλείσω X.An.4.3.20 (ἀπο-), Him.Or.22.7; rare fut. κατα-κλιῶ, v. κατακλείω: aor. ἔκλεισα X.An.7.1.36, Pl.Ep.348b: pf. κέκλεικα Thphr.Char.18.4, LXX 1 Ki.23.20, Luc.Tox.30: plpf. ἐκεκλείκειν App.Hann.47:*mdash;Med., aor. 1 ἐκλεισάμην (κατ-) X.Cyr. 7.2.5, (ἐγ-) Id.HG6.5.9:—Pass., fut. κλεισθήσομαι (συγ-) ib.5.2.19: aor. ἐκλείσθην D.23.110, etc.: pf. κέκλειμαι (later κέκλεισμαι f.l. in Ar.V.198) (v. infr.):—Ion. κληΐω (ἀπο-) Hdt.4.7: aor. ἐκλήῑσα Od. 24.166, (ἐξ-) Hdt.1.144, Ep. κλήῑσα Od.19.30; inf. κληῗσαι 21.382:— Med., fut.κληΐσσομαι cj. in Nonn.D.2.310:—Pass., aor. ἀπ-εκληΐσθην Hdt.1.165, 3.55, 58: pf. κεκλήϊμαι 2.121.β, cf. 3.117, 7.129 (with vv.ll.): plpf. ἀπ-εκεκλέατο 9.50 codd.:—old Att. κλῄω (also Trag., cf. An.Ox.1.226), fut. κλῄσω Th.4.8: aor. ἔκλῃσα E.Or.1447 (lyr.), Th.2.4, Pl.R.560c: pf. κέκλῃκα (ἀπο-) Ar.Av.1262:—Med., fut. κεκλῄσομαι Id.Lys.1071: aor. περι-κλῄσασθαι Th.7.52:—Pass., aor. ἐκλῄσθην (κατ-, ξυν-) Id.1.117, 4.67, etc.: pf. κέκλῃμαι (v. infr.):— Dor. fut. κλᾳξῶ Theoc.6.32: aor. ἀπό-κλᾳξον, -κλᾴξας, Id.15.43, 77, ἔκλᾳξε Cerc.7.2, cf. κλάκαι (leg. κλᾷσαι) · κλεῖσαι, Hsch.:—Med., impf. κατ-εκλᾴζετο Theoc.18.5:—Pass., aor. κατ-εκλᾴσθην Id.7.84, but part. συγκατα-κλαιχθείς Chron.Lind.D.62: pf. 3pl. κατα-κέκλᾱνται Epich.141.—Cf. κλῄζω (B). (κλείς):—shut, close, bar, Hom. (only in Od.), κλήϊσεν δὲ θύρας barred the doors, 21.387; ἐκλήϊσεν ὀχῆας shot the bars, so as to close the dooe door, 24.166; κλῄειν πύλας E. HF997, Pl.R.l.c., etc.; κ. πηκτὰ δωμάτων Ar.Ach.479; κλεῖδες... αἷς τὰς θύρας κλείουσιν Aristopho 7; Ἐτεοκλέους . . κλῄσας στόμα E. Ph.865; κανθώς Cerc.l.c.; λάρυγγα Gal.6.65:—Pass., βλέφαρα κέκλῃται S.Fr.711; ψυχῆς ἀνοῖξαι τὴν κεκλῃμένην πύλην Id.Fr.393; κεκλειμένης σου τῆς παρρησίας οὐ κιγκλίσιν... ἀλλὰ . . ὀφλήμασι D.25.28.    2 shut up, close, block up, Βόσπορον κλῇσαι A.Pers.723 (troch.); κλῄσειν ταῖς ναυσὶν τοὺς ἔσπλους Th.4.8:—Pass., Hdt.2.121.β; τὰ ἐμπόρια κεκλῇσθαι Lys.22.14; κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων D.2.16.    II shut in, enclose, πόλιν . . πύργων μηχανῇ κεκλῃμένην A.Supp.956; cf. κλῄζω (B).    III confine, πλάστιγξ αὐχένα πώλων ἔκλῃε E.Rh.304:— Pass., to be confined, χέρας βρόχοισι κεκλῃμένα Id.Andr.502 (lyr.): metaph., ὅρκοις κεκλῄμεθα Id.Hel.977.    2 deliver bound, τινὰ εἰς τὰς τοῦ βασιλέως χεῖρας LXX 1 Ki.23.20.
κλείω (B), Ep. for κλέω (A),

   A celebrate (q.v.).
κλείω (C), Ep. for κλέω (B), καλέω,

   A call (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1448] s. κλέω. ep. u. ion. κληΐω; das praes. κληΐζω kommt nicht vor, daher κλῃζομένην Euen. 14 (IX, 62) bedenklich; ein dor. fut. κλαξῶ θύρας oder κλᾳξῶ Theocr. 6, 32; aor. κληῗσαι, Od. 21, 236. 241, ἐκλήϊσεν, 24, 166, κλήισεν, 21, 387. 389, Wolf überall κληΐσσαι, κλήϊσσεν; altatt. κλῄω, ἔκλῃον Thuc. 7, 59, περικλῄσασθαι 7, 52, ξυγκλῃσθῆναι 4, 67; perf. pass. κέκλεισμαι, bes. Sp., wie Hdn. 8, 6, 9; gew. κέκλειμαι, vgl. B. A. 1020. 1388; so ist κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων Dem. 2, 16 von Bekker aus 2 mss. hergestellt, s. auch unten; κεκλέατο, Her. 3, 58, ἐκέκλειντο, Xen. An. 6, 2, 8; ἐγκεκλεισμένον Soph. Tr. 579; – schließen, verschließen; Βόσπορον κλεῖσαι (richtiger κλῇσαι) μέγαν Aesch. Pers. 709; πόλιν πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην Suppl. 934; βλέφαρον κέκλῃταί γ' ὡς καπηλείου.θύραι Soph. frg. 635; κλῄειν πύλας Eur. Herc. Fur. 997; χρυσῆ δὲ πλάστιγξ αὐχένα ζυγηφόρον πώλων ἔκλῃε, einzwängen, Rhes. 304; auch χέρας βρόχοισι, fesseln, Andr. 603. übtr., ὅρκοις κεκλῄμεθα Hel. 983; κλῇε πηκτὰ δωμάτων Ar. Ach. 479; κλῇσαι τὰς πύλας, v. l. κλεῖσαι, Plat. Rep. VIII, 560 c; στόμα Eur. Phoen. 872, wie Ar. Equ. 1316; vgl. Dem. κεκλειμένης σοι τῆς παῤῥησἴας οὐ κιγκλίσιν οὐδὲ θύραις ἀλλὰ ὀφλήμασι 25, 28; κλῄσειν ἔμελλον τοὺς ἔςπλους ταῖς ναυσίν, die Einfahrt versperren, Thuc. 4, 8; Sp.