μεταβάλλω
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
English (LSJ)
fut. -
A βᾰλῶ Ar.Av.1568: aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi, μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94; χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp.204 (anap.), cf. Gal.15.556; μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar. l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14; μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d. II turn about, change, alter, τὸ οὔνομα Hdt.1.57; τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73; τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68; μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54; [τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th.723; ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R.381b; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117; ὀργὰς μ. E.Med.121 (anap.); μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36, Eup.357.7; μ. τὸ ἔθος Th.1.123; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77; μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht.181c: freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib.363 (troch.); εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R.424c; πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra.405d; ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd.96b; ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R.508d: c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς . . μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib.404a. b translate, νόμον εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνήν J.AJProoem.3, cf. 12.2.13 (Pass.). c stir with a spoon, Dsc.3.22 (Pass.). III intr., undergo a change, μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65, cf. Antipho 2.4.9; μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R.553a, etc.; μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt.270d; ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol.1276b14, cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of, καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι . . συντυχίαι E.Tr.1118. b vary, μεταβάλλειν τὰς ἐπιστήμας τοῖς τόποις Phld.Rh.2.115 S. 2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn, μεταβαλόντας ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας Id.7.170, cf. E.Ion 1614, Pl.Smp.204e, Grg. 480e: also pres. part. μεταβάλλων Id.Tht.166d. B Med., turn round, shift a load, μεταβαλλόμενος τἀνάφορον Ar. Ra.8; προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους X.An.6.5.16. 2 cause to be removed, σῖτον PHib.1.45.6 (iii B. C.), etc. b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.). II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6; μ. τοὺς τρόπους Ar.V.1461 (lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii). 2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El.1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in, οἴνου μεταβαλλόμενος καὶ σίτου πρᾶσιν Pl.Lg.849d; μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph.223d; μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6, cf. D.S. 5.13. III turn oneself, turn about, ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg.481e, Din.1.17; esp. 2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31; πρός τινα Axionic.6.10. 3 turn or wheel round, μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6; τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10: abs., turn about, μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207.
German (Pape)
[Seite 144] (s. βάλλω), 1) umwerfen, schnell umdrehen; μετὰ νῶτα βαλών, als Tmesis, vom Fliehenden, der den Rücken schnell umgewandt hat, Il. 8, 94; übh. umwenden, ändern, χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσι, Eur. Med. 121; φαεννὰς ἄστρων μεταβάλλει ὁδοὺς Ζεύς, El. 728 u. öfter; auch μορφὴν ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν, Bacch. 54; u. μεταβαλὼν ἄλλους τρόπους, andere Sitten angenommen habend, I. A. 348; vgl. Ar. Plut. 36, τοὺς τρόπους μεταβ., die Sitten ändern, u. μεταβάλλεσθαι τοὺς τρόπους, seine Sitten, sich in den Sitten ändern, Vesp. 1461; so auch im med. Soph., τίς οὖν ἂν ἀξίαν – μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων, El. 1253, das Stillschweigen mit der Rede vertauschen; τὸ οὔνομα, den Namen ändern, Her. 1, 57, öfter; auch οἱ Βρίγες τὸ οὔνομα μετέβαλον εἰς Φρύγας, 7, 73, u, τὰς φυλὰς μετέβαλε ἐς ἄλλα ὀνόματα, d. i. er veränderte ihre Namen, 5, 68; ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ βέλτιον, steh zum Bessern umwandeln, Plat. Rep. II, 381 b; neben ἀλλοιόω, ibd.; τοὺς νόμους u. ä. oft; auch μεταβάλλει παντοίας μεταβολάς, Legg. X, 903 d, öfter; auch so, daß nur der neue Zustand, in den Etwas umgeändert wird, ausgedrückt ist, εἶδος καινὸν μουσικῆς μεταβάλλειν, durch Umänderung eine neue Art herstellen, Rep. IV, 424 c, vgl. VII, 535 d; ἡ πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου μεταβάλλουσα τύραννον, Plut. Timol. 1. – Med. sich verändern, ἱμ άτια, seine Kleider wechseln, Xen. Mem. 1, 6, 6; μεταβαλλόμενος λέγεις, mit veränderter Ansicht sagst du, Plat. Gorg. 481 e; auch vom Waarenumtausch, Soph. 223 d Legg. VIII, 849 d; vgl. μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ, Xen. Mem. 3, 7, 6. – Aber bei Xen. im Ggstz von προβάλλεσθαι ὅπλα, den Schild auf den Rücken werfen, wie man auf der Flucht thut, An. 6, 3, 16; auch τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μεταβαλλόμενον διώκειν, de re equ. 8, 10. – 2) häufig intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, sich umwenden, verändern, umschlagen, μετέβαλον εἰς εὐνομίην, Her. 1, 65, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, 8, 109; ὅταν ἑστὸς ἐπὶ τὸ κινεῖσθαι μεταβάλλῃ, Plat. Parm. 156 c; ἀναγκάσει μεταβάλλειν αὖ θἄτερον ἐπὶ τοὐναντίον τῆς αὑτοῦ φύσεως, Soph. 255 a; μεταβάλλει ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν, Rep. VIII, 553 a, öfter; dah. das partic. oft durch »umgekehrt«, »dagegen« übersetzt werden kann, ὃς ἄν τινι ἡμῶν ᾡ φαίνεται καὶ ἔστι κακὰ μεταβάλλων ποιήσῃ ἀγαθὰ φαίνεσθαι καὶ εἶναι, Theaet. 166 d, vgl. Conv. 204 e; ἐκ τούτου μεταβαλὼν εἶπε, Xen. Hell. 4, . 3, 13. So übertr. od. absol. auch Isocr. 4, 125, τοσοῦτον μεταβεβλήκασι; Folgde; μεταβάλλει καὶ μεθίσταται τὰ κατὰ τὰς πολιτείας, Pol. 6, 9, 10; ἅμα τῷ τὴν ὥραν μεταβάλλειν, 3, 78, 6; a. Sp. – Auch sc. χώραν, wegziehen, von den Zugvögeln, μεταβάλλουσι γὰρ ἐκ τῶν Σκυθικῶν εἰς τὰ ἕλη τῆς Αἰγύπτου, Arist. H. A. 8, 12 u. A.; von den Ueberläufern, oft Plut.; – μεταβάλλειν τὴν τροφήν, die Speise verändern, d. i. verdauen, sp. Medic.; vgl. Plut. de cap. ex host. util. i. A. p. 271.