τελευτάω

From LSJ
Revision as of 19:15, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελευτάω Medium diacritics: τελευτάω Low diacritics: τελευτάω Capitals: ΤΕΛΕΥΤΑΩ
Transliteration A: teleutáō Transliteration B: teleutaō Transliteration C: teleftao Beta Code: teleuta/w

English (LSJ)

fut.

   A -ήσω E.Tr.1029, etc.: pf. τετελεύτηκα Pl.Men.75e, al.:—Pass., fut. Med. τελευτήσομαι always in pass. sense, Il.13.100, Od.8.510, 9.511, E.Hipp.370 (lyr.): aor. ἐτελευτήθην Il.15.74:—bring to pass, accomplish, ὄφρα . . τελευτήσω τάδε ἔργα Il.8.9; τ. ἃ μενοινᾷς Od.2.275; ἐπὴν ταῦτα τελευτήσῃς τε καὶ ἔρξῃς 1.293, cf. 2.306; γάμον τ. 24.126; fulfil an oath or promise, wish or hope, τ. ἐέλδωρ 21.200; τ. ὅσ' ὑπέστης Il.13.375; οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ 18.328, cf. Od.3.56,62; ὅρκια Call.Aet.3.1.29; τελευτᾶν τινι κακὸν ἦμαρ bring about an evil day for one, Od.15.524; τ. πόνους Δαναοῖς Pi.P.1.54, cf. E.Ph.1581 (lyr.); οἷ τ. λόγον Id.Tr.1029; τὸ δ' ἔνθεν ποῖ τελευτῆσαί με χρή; to what end must I bring it? S.OC476; Ζεὺς ὅ τι νεύσῃ, τοῦτο τελευτᾷ E.Alc.979 (lyr.), etc.:—Pass., to be fulfilled, come to pass, happen, ll. cc. sub init.; πρίν γε τὸ Πηλεΐδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ Il.15.74; πρὶν τελευτηθῇ φόνος E.Or.1218.    2 finish, σχεδίην . . ἐπηγκενίδεσσι Od.5.253; ἐπεί ῥ' ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον had sworn and completed (made binding) the oath, 2.378, etc.; ἡσύχιμον ἁμέραν τ. close a peaceful day, Pi.O.2.33; ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον (sc. τὸ δεῖπνον) Pl.Com.173.6 (hex.).    3 esp. τ. τὸν αἰῶνα finish life, i.e. die, Hdt.1.32, 9.17, etc.; τ. βίον A.Ag.929, S.Fr.646 codd. (sed leg. δρόμον), E.Hec.419, Pl.Prt.351b; ὑπ' ἄλλου τ. τὸν βίον, i.e. to be killed, Id.Lg.870e: also (after the analogy of παύομαι) c. gen., τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου make an end of life, X.Cyr.8.7.17; so λόγου τ. Th.3.59; ἐπαίνου τ. ἐς τάδε ἔπη ib.104.    b freq. abs., end life, die, Hdt.1.66, 3.38, 40, al., Pl.R.614b, al.; πρὶν τελευτήσαντ' ἴδῃς before you see him dead, S.Fr.662; τ. μάχῃ A.Th.617; νούσῳ Hdt.1.161; γήραϊ Id.6.24; τ. ὑπό τινος die by another's hand or means, ib.92; δόλῳ ὑπό τινος Id.4.78; ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης Id.1.39; ὑπ' ἀλλαλοφόνοις χερσίν A.Th.930 (lyr.); ἐκ τῆς πληγῆς Pl.Lg.877b; of animals, Arist.PA667b11, PMich.Zen.67.25 (iii B.C.).    II intr. (as always in Prose, except in signf. 1.3a):    1 to be accomplished, λόγων κορυφαί Pi.O.7.68 (as v.l. for τελεύταθεν) ; ἐλπίδες E.Ba.908 (lyr.).    2 come to an end, A.Ag.635, etc.: esp. of Time, τελευτῶντος τοῦ μηνός, τοῦ θέρους, Th.2.4, 32, etc.: of actions, events, etc., τ. ἡ ναυμαχία ἐς νύκτα Id.1.51, etc.    b with words indicating the kind of end or outcome, ἢν ὁ πόλεμος κατὰ νόον τ. Hdt. 9.45, cf. 7.47; εὖ τ. A.Supp.211; πτωχοὶ τ. end by being beggars, Pl. R.552c; οὕτως τ. Th.1.110, 138; τ. ἔς τι come to a certain end, issue in, αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν Hdt.3.125; τ. ἐς τὠυτὸ γράμμα end in the same letter, Id.1.139, cf. Th.2.51, 4.48, Pl.R.618a; εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τ. Id.Tht.173b; ποῖ ( ἐς τί) τελευτᾶν (φασι); came to what end? A.Pers.735 (troch.), cf. Ch.528, Pl.Lg.630b; also τ. ἐπί τι Id.R.510d, Smp.211c.    3 die, v. supr. 1.3b.    4 the part. τελευτῶν, ῶσα, ῶν, is used with Verbs like an Adv., to finish with, at the end, at last, as τελευτῶν ἔλεγε Hdt.3.75; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα there would have been a fray to finish with, S.Ant.261; τελευτῶν . . ἐξεβλήθη Ar.Eq.524 (anap.); τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες ἐξέκαμνον at last they got tired of mourning, Th.2.51, cf. 47; ἢν δέῃ τελευτῶντα τὴν στρωμνὴν ἐξαργυρῶσαι Id.8.81; sts. with another part., τὴν τυραννίδα χαλεπὴν τελευτῶσαν γενομένην having at last become... Th.6.53, cf. Pl.Phdr.228b; πόλεις ἐπάγοντες καὶ τελευτῶντες Λακεδαιμονίους Lys.12.60.    5 of local limits and the like, μέχρι Σολόεντος ἄκρης, ἣ τελευτᾷ τῆς Λιβύης Hdt.2.32; τελευτῶντος τοῦ Λαβυρίνθου ἔχεται πυραμίς ib.148; τῇ ἡ Κνιδίη χώρη ἐς τὴν ἤπειρον τ. Id.1.174, cf. 2.33, 4.39, IG12.900, Pl. Men.75e.

German (Pape)

[Seite 1086] wie τελέω, 1) vollenden, vallbringen, ins Werk setzen, eine begonnene Arbeit vollenden; Od. 5, 253 u. oft; ἐπεί ῥ' ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, als er geschworen, d. i. die Eidesformel gesprochen und den Schwur vollzogen, durch die herkömmlichen Gebräuche so vollzogen hatte, daß er nun gültig war, Il. 14, 280 Od. 2, 378 u. sonst; ein Gebet, einen Wunsch erfüllen, ὡς ἄρ' ἔπειτ' ἠρᾶτο καὶ αὐτὴ πάντα τελεύτα, 3, 62; οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ, Il. 18, 328; ἐέλδωρ, den Wunsch gewähren, 21, 200; ein Versprechen, εἰ ἐτεὸν δὴ πάντα τελευτήσεις, ὅσ' ὑπέστης, 13, 375; τελευτᾶν τινι κακὸν ἦμαρ, Einem einen Unglückstag in Erfüllung gehen lassen, bereiten, Od. 15, 324; vgl. ἁσύχιμον ὰμέραν ὁπότε τελευτάσομεν, Pind. Ol. 2, 33; τελεύτασεν πόνους Δαναοῖς, P. 1, 54; ὃς τάδε τελευτᾷ, Eur. Phoen. 1575; ἵν' εἰδῇς, οἷ τελευτήσω λόγον, Troad. 1029. – Pass. vollendet werden, in Erfüllung gehen, Hom., bei dem auch τελευτήσομαι als fut. pass. gilt; ὃ οὐποτ' ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον, Il. 13, 100; τῇπερ δὴ καὶ ἔπειτα τελευτήσεσθαι ἐμελλεν, Od. 8, 510; πρίν γε τὸ Πηλείδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ, Il. 15, 74; τελευτήσεταί τι καινὸν δόμοις, Eur. Hipp. 370. – 2) bes. mit und ohne βίον = das Leben endigen, sterben, Her. oft u. Folgde; ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα, Aesch. Ag. 903; Eur. Hec. 1682 u. öfter; auch in Prosa, wie Plat. Prot. 351 b; τελευτᾶν τὸν αἰῶνα, Her. 1, 32. 9, 17. 27; auffallender τελευτᾶν τοῦ βίου, Xen. Cyr. 8, 7, 17; mit τελευτᾶν λόγου Thuc. 3, 56 zu vergleichen, wie sonst παύομαι u. λήγω construirt ist; τελευτᾶν ὑπό τινος, durch Einen sterben, von ihm getödtet werden, Her. 1, 39. 4, 78; τελευτῆσαι μάχῃ, Aesch. Spt. 599; ὅσοι ἐν Τροίᾳ τετελευτήκασιν, Plat. Apol. 28 c; ζῶντι ἢ τετελευτηκότι, Theaet. 142 a, u. öfter. – 3) intr., zu Ende gehen, τελευτῶντος τοῦ χρόνου, Plat. Polit. 273 d; ein Ende nehmen, endigen, τελεύτασαν λόγων κορυφαί, sie haben ihre Erfüllung erreicht, Pind. Ol. 7, 68; Tragg.: πῶς οὖν τελευτᾷ βασιλέων νείκη τάδε, Aesch. Suppl. 294; κείνου θέλοντος εὖ τελευτήσει τάδε, 208 u. öfter; αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν, d. i. diesen Ausgang hatte das Glück, Her. 3, 125; ἐς τὴν Αἴγυπτον τελευτᾷ ἡ ἀκτή, nach Aegypten hin endigt die Küste, 4, 39, vgl. 2, 39; auch übertr., τὸ κεφάλαιον ἐς τοῦτο τελευτᾷ, läuft darauf hinaus, Plat. Gorg. 453 a; vgl. ποῖ δὴ τελευτᾷ νῦν ἡμῖν οὗτοςπατήρ, Legg. I, 630 c; ἐκ τούτων ἀρχόμενοι τελευτῶσιν ἐπὶ τοῦτο, οὗ ἂν ἐπὶ σκέψιν ὁρμήσωσιν, Rep. VI, 501 d; u. so öfter im Ggstz von ἄρχομαι; Folgde, εἰς τί ποτ' ἐλπὶς ταῦτα τελευτῆσαι, Dem. 1, 14. – Das partic. praes. bei einem andern verb. finit. kann durch »endlich«, »zuletzt«, »am Ende« übersetzt werden, τελευτῶν εἶπε, zuletzt sagte er, er endigte seine Rede damit, vgl. Her. 3, 38; Thuc. 2, 51. 8, 81; Xen. An. 4, 5, 16. 6, 1, 8; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, es wären am Ende Schläge erfolgt, Soph. Ant. 261; τελευτῶν ἐπεσκόπει, Plat. Phaedr. 228 b; τελευτῶντες αὑτοῖς τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἔδοξαν ἀμαθεῖς εἶναι, Theaet. 150 e, zuletzt schienen sie sich und Andern unverständig.