καθάπτω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Ion. κατ-,
A fasten or fix on, put upon, καθῆψεν ὤμοις . . ἀμφίβληστρον S.Tr.1051; κ. τι ἀμφί τινι E.Ion1006; τι ἐπί τι X.Cyn. 6.9; τι εἴς τι Plb.8.6.3; τι ἔκ τινος Plu.2.647e; ἄγκυραν καθάψας having made it fast, Philem.213.10; τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῦρα Arist. Spir.483b31:—Med., κισσὸν ἐπὶ κρατὶ καθάπτεσθαι Theoc.Ep.3.4:— Pass., βρόχῳ καθημμένος S.Ant.1222, cf. Theoc.Adon.11. 2 equip by fastening or hanging on, in Med., σκευῇ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι E.Rh.202, cf. AP9.19 (Arch.):—Pass., νεβρίνῃ καθημμένος δορᾷ with a fawn-skin slung round him, S.Ichn.219; καθημμένοι νεβρίδας Str.15.1.71. 3 intr., attach itself, εἴς τι, πρός τι, Arist.HA514b30, 515a3; later = 11.5, fasten upon, τῆς χειρός τινος Act.Ap.28.3, cf. Poll.1.164. II used by Hom. only in Med., καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσσι, in good or bad sense, as, σὺ τόν γ' ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι do thou accost him... Il.1.582; μαλακοῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν Od.10.70; μειλιχίοις ἐπέεσσι κ. 24.393; but also ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος assailing . ., 18.415, 20.323; χαλεποῖσι κ. ἐπέεσσι Hes.Op.332: without a qualifying Adj., accost, assail, ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα Il.15.127, cf. Od.2.240; without ἐπέεσσι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν 2.39, cf. 20.22, Il.16.421. 2 after Hom., c. gen., upbraid, Hdt.6.69, Th.6.16, Pl.Cri.52a, X.HG 1.7.4: abs., Th.6.82. 3 in military sense, attack, καθαψάμενοι τῆς οὐραγίας Plb.1.19.14. 4 appeal to, θεῶν . . καταπτόμενος appealing to them, Hdt.6.68; Δημαρήτου καὶ ἄλλων μαρτύρων Id.8.65. 5 lay hold of, τυραννίδος Sol.32.3; βρέφεος χείρεσσι Theoc.17.65; τῆς θαλάσσης take to the sea, Philostr.VA3.23: Act., καθάπτων τοῦ τραχήλου Arr.Epict.3.20.10(cf. 1.3). 6 to be sensitive in respect of, ψόφου Hp.Prorrh.1.16.
German (Pape)
[Seite 1280] anknüpfen; τὴν μὲν βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένην κατείδομεν, aufgeknüpft, Soph. Ant. 1207; καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον, er schlang um meine Schultern das Netz, Trach. 1040; δρυῒ καθῆψεν ἔντεα Diosc. 13 (VII, 430); in Prosa, καθάπτων τοὺς περιδρόμους ἐπὶ τὴν γῆν Xen. Cyn. 6, 9; τὰς πρώρας εἰς ἀκίνητον Pol. 8, 8, 3; – anlegen, anziehen, im med., σκευῇ πρεπόντως σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι Eur. Rhes. 202; μίτραις κῶλα καθαψάμενος Archi. 24 (IX, 19); übertr., καθηψάμην τυραννίδος Sol. bei Plut. Sol. 14; so adj. verb., θύρσοισι καὶ νεβρῶν δοραῖς καθαπτός Eur. bei Ar. Ran. 1212, was Suid. ἐνδεδυμένος erkl. – Aber καθαπτὸν ὄργανον ist ein Instrument, das durch Berührung gespielt, geschlagen wird, Ath. IV, 174 c. – Im N. T. = Vorigem; τόξου καθάψαι Poll. 1, 164. – Auch intr., εἴς τι, bis wohin reichen, Arist. H. A. 3, 4.