καθαπτός
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
καθαπτή, καθαπτόν,
A bound with, equipped with, θύρσοισι καὶ νεβρῶν δοραῖς E.Fr.752.
II καθαπτὸν ὄργανον = percussion instrument, e.g. cymbal or drum, Aristoclesap.Ath.4.174c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 enveloppé de, τινι;
2 que l'on touche.
Étymologie: καθάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθαπτός -ή -όν [καθάπτω] bekleed met, uitgerust met met dat.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαπτός: (adj. verb. к καθάπτω)
1 снабженный, вооружившийся (θύρσοισι Eur.);
2 одетый, окутанный (νεβρῶν δοραῖς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
καθαπτός: -ή, -όν, ἐφωδιασμένος, θύρσοισι καὶ νεβρῶν δοραῖς Εὐρ. Ἀποσπ. 752, πρβλ. Ἀριστ. Βατρ. 1212. - Καθ’ Ἡσύχ.: «κάθαπτος, τῷ τόνῳ ὡς μόναρχος· λέγει δὲ τὸν καθημμένον, καὶ ἐπεραμμένας τὰς δορὰς καὶ τοὺς θύρσους ἐξεσφηκωμένους φοροῦντα», πρβλ. καὶ Σουΐδ., ὅστις τονίζει τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς ληγούσης καὶ ἑρμηνεύει: ἐνδεδυμένος. ΙΙ. καθαπτὸν ὄργανον, ὅπερ ἠχεῖ ὅταν κρούῃ τις αὐτό, ὡς τὸ κύμβαλον ἢ τὸ τύμπανον, Ἀθήν. 174C.
Greek Monolingual
καθαπτός, -ή, -όν (Α) καθάπτω
1. εφοδιασμένος με κάτι, εξοπλισμένος ή ντυμένος με κάτι
2. φρ. «καθαπτὸν ὄργανον» — όργανο που κρούεται με το χέρι, όπως το τύμπανο κ.λπ.
Greek Monotonic
καθαπτός: -ή, -όν, συνδεδεμένος με, εφοδιασμένος με κάτι, με δοτ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
καθαπτός,
bound with, equipt with a thing, c. dat., Ar. [from καθάπτω