δαΐζω
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
aor. ἐδάϊξα (v. infr.):—Med. fut.
A δαΐσονται Man.4.615:— Pass. (v. infr., cf. δαίω B):—poet. (Trag.in lyr.), cleave asunder, πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Od.14.434; χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Il.2.416, cf. 7.247; δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ 24.393; κάρανα δαΐξας A.Ch.396. 2 slay, δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Il.11.497; τέκνον δαΐξω A.Ag.208: freq. in Pass., χαλκῷ δεδαϊγμένος Il.22.72, etc.; δεδαϊγμένος ἦτορ pierced through the heart, 17.535; δεδαϊγμένον ἦτορ a heart torn by misery, Od.13.320; ἐκ βελέων δαϊχθείς Pi.P.6.33; ἐξ ἐμᾶν χερῶν E. IT872. 3 rend, χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων Il.18.27 (so in Med. fut., Man.l.c.); δαΐζειν πόλιν destroy it utterly, A.Supp.680, cf. Ch. 396. 4 divide, ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν their soul was divided within them, Il.9.8; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια divided or doubting between two opinions, 14.20; δαΐζειν ἐννέα μοίρας to divide into .., Orph.L.712. 5 = δαινύναι (q. v.), θυσίας ἃς δαΐζοι ἁ πόλις IG7.207 (Aegosthena). [δᾰ-; but δᾱ- Il.11.497, A.Ch.396.] (Prob. δαϝίζω from *δα-ϝο-ς 'cut'; cf. δᾰ-τέομαι.)
German (Pape)
[Seite 514] (vgl. δαίω), fut. δαΐξω, pass. δεδαϊγμένος, δαϊχύείς; δεδαιγμένος Pind. P. 8, 87; δαϊσθείς Eur. Heracl. 914 zw., s. Buttm.; zertheilen, zerschneiden, zerreißen; Odyss. 14, 434 καὶ τὰ μὲν ἕπταχα πάντα δισμοιρᾶτο δαΐζων, vom Eintheilen des Fleisches in Portionen; Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον Iliad. 2, 416; κόμην, das Haar zerraufen, 18, 27; κάρανα δαΐξας Aesch. Ch. 396; Sp.; töd ten, absol., ἂψ ἐπόρουσε δαϊζέμεναι μενεαίνων Iliad 21, 33; mit accusat., δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Iliad. 11, 497; χαλκῷ δεδαϊγμένος 22, 72; ohne χαλκῷ, δεδαϊγμένος ἦτορ, todt lag er da, 17, 535; ἐκ βελέων δαϊχθείς Pind. P 6, 33; τέκνον δαΐξω Aesch. Ag. 205; ἐξ ἐμῶν δαϊχθεὶς χερῶν Eur. I. T 873; πόλιν, verwüsten, Aesch. Suppl. 680. Häufig übertr., ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν, das Herz war ihnen getheilt in der Brust, war in innerem Zwiespalt, Il. 9, 8; ähnl. ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, er war unschlüssig, ἢ – ἦε 14, 20; φρεσὶν ἔχων δεδαϊγμένον ἦτορ, ein von Kummer zerrissenes, gequältes Herz im Busen habend, Od. 13, 320. Im Anfang des Verses Il . 11, 497 δα.