Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καμπούρης

From LSJ
Revision as of 15:07, 14 June 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

καμπούρα, καμπούρικο και καμπούρικος, καμπούρικη, καμπούρικο (Μ καμπούρης, καμπούρα, καμπούρικο)
1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός
νεοελλ.
1. δημώδης ονομασία του πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν γνωστό ως αιγολήθης ο ευρωπαϊκός
2. φρ. (γι' αυτούς που δυσαρεστούνται χωρίς λόγο) «δεν σέ είπαμε δα και καμπούρη, που μάς ξίνισες τη μούρη» — δεν είπαμε κάτι προσβλητικό ή υβριστικό για σένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. cambur < ελλ. καμπύλος.