esclavo
From LSJ
Spanish > Greek
ἀνδραπόδιον, ἀνδράποδον, ἀνελεύθερος, ἀνθρώπιον, ἄτμενος, ἀτμήν, δμώς, δούλευμα, δοῦλη, δουλικός, δοῦλος, δραπέτης, δράστης, δωλοδομής, δῶλος, εἵλως, κατάδουλος, τὸ αἰχμάλωτον
ἀνδραπόδιον, ἀνδράποδον, ἀνελεύθερος, ἀνθρώπιον, ἄτμενος, ἀτμήν, δμώς, δούλευμα, δοῦλη, δουλικός, δοῦλος, δραπέτης, δράστης, δωλοδομής, δῶλος, εἵλως, κατάδουλος, τὸ αἰχμάλωτον