περίπτωσις

From LSJ
Revision as of 07:15, 23 June 2024 by Spiros (talk | contribs)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπτωσις Medium diacritics: περίπτωσις Low diacritics: περίπτωσις Capitals: ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: períptōsis Transliteration B: periptōsis Transliteration C: periptosis Beta Code: peri/ptwsis

English (LSJ)

περιπτώσεως, Ion. περιπτώσιος, ἡ,
A encountering, falling into the earth's shadow, Cleom.2.6.
II = περίπτωμα (accidental happening, calamity, lucky chance), S.E.P.1.144(pl.), Hld.6.14, etc.; ἀπὸ περιπτώσεως S.E.M.1.25.
III experience, ξυγκαταινέω… τὸν λογισμόν, ἤνπερ ἐκ περιπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχήν Hp.Praec.1; οὔτε πεῖρα οὔτε π. Plu.2.918ctit.; ἄλογος τριβὴ καὶ π. ib.44oa; κατὰ περίπτωσιν ἐγνωσμένον Stoic.2.29, al., cf. Phld.Rh.2.164S., Diog.Oen.10 (pl.).

German (Pape)

[Seite 589] ἡ, Zufall, Ereigniß, Gelegenheit, Sp.

French (Bailly abrégé)

περιπτώσεως (ἡ) :
conjoncture, accident.
Étymologie: περιπίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

περίπτωσις: ἡ, σύμπτωσις, τυχαῖον συμβάν, περιστατικόν, Ἡλιόδ. 6. 14, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 144, κτλ.· ἀπὸ περιπτώσεως, κατὰ περίπτωσιν ὁ αὐτ. π. Μ. 1. 25., 11. 252· ― παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ νόσων θεραπευομένων ἐμπειρικῶς, καταινέω... τὸν λογισμόν, ἐάν περ ἐκ περριπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχὴν Ἱππ. 26. 1· φιλοσοφία κατὰ π. ἐπήβολος τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 366· οὔτε πεῖρα οὔτε π. Πλούτ. 2. 948C, πρβλ. 440Α.

Russian (Dvoretsky)

περίπτωσις: περιπτώσεως ἡ случайность (ἄλογος τριβὴ καὶ π. Plut.): οὔτε πεῖρα οὔτε π. Plut. ни опыт, ни случайность; ἀπὸ περιπτώσεως Sext. стечением обстоятельств, случайно.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπτωσις περιπτώσεως, ἡ [περιπίπτω] ervaring.