Μαιώτης

From LSJ
Revision as of 09:20, 8 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαιώτης Medium diacritics: Μαιώτης Low diacritics: Μαιώτης Capitals: ΜΑΙΩΤΗΣ
Transliteration A: Maiṓtēs Transliteration B: Maiōtēs Transliteration C: Maiotis Beta Code: *maiw/ths

English (LSJ)

Ion. Μαιῆται, οἱ, Maeotians, a Scythian tribe to the north of the Black Sea, Hdt.4.123, X.Mem.2.1.10.
II as adjective Μαιώτης, ου, Maeotian, ποταμὸς M. the Tanais, Hdt.4.45:—fem. Μαιῶτις λίμνη = the Palus Maeotis, Sea of Azof, A.Pr.418 (lyr.), etc.; ἡ λίμνη ἡ Μαιῆτις (Ion.) Hdt.1.104, etc.: μαιώτης, ου, ὁ,
A a fish caught in the Sea of Azof, fish caught in the Nile, Archipp.26, Ael.NA10.19.
2 Μαιωτικός, ή, όν, αὐλὼν M., i.e. the Cimmerian Bosporus, A.Pr.731.

Greek Monolingual

Μαιώτης, ιων. Μαιήτης, ὁ, θηλ. Μαιῶτις και ιων. τ. Μαιῆτις (Α)
1. στον πληθ. σκυθική φυλή που κατοικούσε στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου
2. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τών Σκυθών, στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου
β) είδος ψαριού που αλιευόταν στην Αζοφική Θάλασσα και στον Νείλο.

Russian (Dvoretsky)

Μαιώτης: ион. Μαιήτης, ου ὁ Мэот или Мэет (река в Сарматии, то же, что Τάναϊς, ныне Дон) Her.

Middle Liddell

Μαιώτης, ου,
1. Maeotian, ποταμὸς M. the Tanais, Hdt.:— Μαιῶτις, λίμνη the Palus Maeotis, Sea of Azof, Aesch., etc.; ἡ λίμνηΜαιῆτις (ionic) Hdt.
2. Μαιωτικός, ή, όν, αὐλὼν M., i. e. the Cimmerian Bosporus, Aesch.