Κιμωλία
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
de Kimolos.
Étymologie: Κίμωλος.
Russian (Dvoretsky)
Κῐμωλία: [adj. f к Κίμωλος кимолосская: Κ. γῆ Arph. кимолосская глина (мыльная глина, употреблявшаяся для чистка тканей, для стирки белья и проч.).
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
Κῐμωλία: (δηλ. γῆ), ἡ, λευκὸν χῶμα ἢ «πηλός», ἐκ τῆς Κιμώλου, νήσου τῶν Κυκλάδων, περιέχων στοιχεῖα σόδας· ἦτο δὲ ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος ἐν τοῖς λουτροῖς καὶ τοῖς κουρείοις τῶν Ἀθηνῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 713, πρβλ. Στράβ. 484, κἑξ.
Greek Monotonic
Κῐμωλία: (ενν. γῆ), ἡ, το έδαφος της Κιμώλου, λευκός πηλός από την Κίμωλο Κυκλάδων, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως εναλλακτικός του σαπουνιού, στα λουτρά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
sc. γῆ, Cimolian earth, a white clay, from Cimolus in the Cyclades, which was used by way of soap in the baths, Ar.
Translations
fuller's earth
Bengali: সর্জি, সর্জিকা, ক্ষারমৃত্তিকা; Bulgarian: хума; Chinese Mandarin: 漂白土; French: terre à foulon, argile smectique; German: Walkererde, Bleicherde, Fullererde; Greek: σμηκτίτης, σμηκτρίς γη; Ancient Greek: Κιμωλία, Κιμωλία γῆ, οὐφέλλαν, πλυντρίς, σμηκτρίς; Hindi: मुल्तानी मिट्टी; Irish: cré úcaire; Kazakh: фуллер топырағы; Latin: creta fullonia; Malayalam: മുൾട്ടാണി മിട്ടി; Nepali: मुल्तानी माटो; Punjabi: ਮੁਲਤਾਨੀ ਮਿੱਟੀ; Spanish: tierra de batán, tierra de Cimolia; Swedish: valklera, blekjord; Ukrainian: відбі́лювальні глини; Urdu: ملتانی مِٹّی; Welsh: clai pannwr,, pridd pannwr