εὐήκης

From LSJ
Revision as of 09:33, 18 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήκης Medium diacritics: εὐήκης Low diacritics: ευήκης Capitals: ΕΥΗΚΗΣ
Transliteration A: euḗkēs Transliteration B: euēkēs Transliteration C: evikis Beta Code: eu)h/khs

English (LSJ)

εὐήκες, (ἀκή A) well-pointed, αἰχμῆς… εὐήκεος Il.22.319; keen-edged, φάσγανα A.R.2.101, Phanocl.1.8; ξυρόν Nic.Al.411.

German (Pape)

[Seite 1067] ες (ἀκή), wohl gespitzt, sehr scharf; αἰχμή Il. 22, 319; sp. D., φάσγανα Ap. Rh. 2, 101; ἅρπη Opp. H. 5, 637; ξυρόν Nic. Al. 410. – Bei Empedocl. v. 374 wird βάξις εὐήκης erkl. durch εὐήκοος u. ist wohl in εὐηχής zu ändern.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
très aigu.
Étymologie: εὖ, ἀκή.

Russian (Dvoretsky)

εὐήκης: ἀκίς хорошо заостренный, очень острый (αἰχμή Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐήκης: -ες, (ἀκὴ) καλῶς ἠκονημένος, ὀξύς, αἰχμῆς... εὐήκεος Ἰλ. Χ. 319· εὐήκεα φάσγανα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 101· εὐήκεϊ ξυρῷ Νικ. Ἀλ. 410· πρβλ. εὐαγὴς Ι, ἐν τέλει. - Ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.

English (Autenrieth)

ες (ἀκή): well-pointed, sharp, Il. 22.319†.

Greek Monotonic

εὐήκης: -ες (ἀκή), οξύς, αιχμηρός, σε Ομήρ. Ιλ.