συναπόκειμαι
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1002] (s. κεῖμαι), mit od. zugleich seitab, verborgen, verwahrt liegen, Lesart der mss. Soph. O. C. 1749, wo Herm. χάρις, ἣ χθονία ξυναποικεῖται ändert, die mit unter die Erde hinabsteigt, bei den Todten bleibt.
French (Bailly abrégé)
être déposé ou mis en réserve avec.
Étymologie: σύν, ἀπόκειμαι.
Greek (Liddell-Scott)
συναπόκειμαι: περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1752, συναπόκειται (ξύν’ ἀπόκειται Reisig.), ἴδε ἐν λ. ξυνός, καὶ σημ. Jebb. ἐν τόπῳ.
Russian (Dvoretsky)
συναπόκειμαι: вместе простираться: ἐν οἷς χθονία ξυναπόκειται Soph. там, куда опустилась смерть.