μελικηρίς

From LSJ
Revision as of 10:19, 22 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελικηρίς Medium diacritics: μελικηρίς Low diacritics: μελικηρίς Capitals: ΜΕΛΙΚΗΡΙΣ
Transliteration A: melikērís Transliteration B: melikēris Transliteration C: melikiris Beta Code: melikhri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Medic., a kind of
A cyst or wen, from its resembling a honeycomb, Hp. Prorrh.2.42, Antyll. ap. Orib.45.3 tit., cf. Sch.ad loc.
II honey-cake, Philox.2.17 (as f.l.).
III honeycomb, POxy.936.10 (iii A.D.), Sch.Ar. Th.523.
IV kind of vine, Eust.1656.63.

German (Pape)

[Seite 123] ίδος, ἡ, ein bösartiger Kopfausschlag, nach der Ähnlichkeit mit dem Folgenden benannt, Medic. Auch = Honigkuchen, Ath. XIV, 648 b. – Bei Hesych. eine Art Weinstock.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 mélicéris, tumeur dont le pus ressemble à du miel;
2 gâteau de miel.
Étymologie: μέλι, κηρός.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐκηρίς: -ίδος, ἡ, meliceristinea favosa, διαβρωτικόν τι ἐξάνθημα τῆς κεφαλῆς ἔχον ὁμοιότητα πρὸς κηρήθραν, Ἱππ. 113C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελικηρίς... πάθος ἔνικμον, μελιτῶδες ὑγρὸν ἔχον». ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος μετὰ μέλιτος παρεσκευασμένου, «μελόπηττα», Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 174Β. ΙΙΙ. κηρήθρα, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 523. IV. εἶδος ἀμπέλου, Εὐστ. 1656. 63. V. πόα τις, Ἡσύχ.

Spanish

pastel de miel

Greek Monolingual

μελικηρίς, ή (ΑM)
1. (κατά τον Ευστάθ.) είδος αμπέλου
2. ιατρ. είδος μικρού εξανθήματος στο τριχωτό μέρος του κεφαλιού, που μοιάζει με κηρήθρα, ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει υγρό σαν μέλι
3. είδος πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με μέλι, μελόπιτα, κερόπιτα
4. κηρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος + κατάλ. -ίς].

Léxico de magia

pastel de miel P III 374 (fr. lac.)