σαφήτωρ
From LSJ
English (LSJ)
-ορος, ὁ, (as if from σαφέω) explainer, interpreter, Hsch.; perhaps a variant for ἀφήτωρ, Il.9.404.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰφήτωρ: -ορος, ὁ, (ὥσπερ ἐκ ῥήματος σαφέω), ὁ ἐξηγούμενος, ἑρμηνευτής, «μάντις ἀληθής, μηνυτής, ἑρμηνεὺς» Ἡσύχ.· ἴσως ἐκ τοῦ χωρίου τῆς Ἰλ. Ι. 404, ἔνθα τὸ ἀφήτωρ, ὡς ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, ἑρμηνεύεται ὑπό τινων ὡς = ἀσαφήτωρ· πρβλ. Λοξίας.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «μάντις ἀληθής, μηνυτής, ἑρμηνευτής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. εσφ. τ. του ἀφήτωρ «προφήτης»].