νοθαγενής
From LSJ
English (LSJ)
νοθαγενές, Dor. and poet. for νοθηγενής, base-born, low-born E.Ion592, Andr.912,942.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dor. c. *νοθηγενής;
de naissance illégitime.
Étymologie: νόθος, γένος.
Russian (Dvoretsky)
νοθᾱγενής: дор. внебрачный, незаконнорожденный (παῖδες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
νοθᾱγενής: -ές, Δωρ. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ νοθηγενής, ὁ νόθος ἢ ἐκ νόθων γεννηθείς, ἐκ ταπεινῶν καταγόμενος, ἀντίθετ. τῷ ἰθαγενής, Εὐρ. Ἴων. 592, Ἀνδρ. 912· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 661.
Greek Monolingual
νοθαγενής, -ές (Α)
βλ. νοθογενής.
Greek Monotonic
νοθᾱγενής: -ές (γίγνομαι), Δωρ. και ποιητ. αντί νοθηγενής, γεννημένος νόθος ή από νόθους γονείς, σε Ευρ.
Middle Liddell
νοθᾱ-γενής, ές [doric and poet. for νοθηγενής] γίγνομαι
base-born, Eur.