χρυσόλογχος
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
χρυσόλογχον, with spear of gold, with golden spear, Παλλάς E.Ion9, cf. Ar.Th.318 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldener Lanze, mit goldener Spitze; Ar. Thesm. 318; Eur. Παλλάς, Ion 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la lance d'or.
Étymologie: χρυσός, λόγχη.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόλογχος: вооруженный золотым копьем (Παλλάς Eur., Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόλογχος: -ον, ὁ ἔχων λόγχην χρυσῆν, Παλλὰς Εὐρ. Ἴων 9, Ἀριστοφ. Θεσμ.. 318· - οἱ χρυσόλογχοι, τὸ χρυσοῦν τάγμα, στρατιωτικὸν σῶμα, Γεώργ. Κεδρ. 727. 11.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.)
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι
στρατιωτικό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -λογχος (< λόγχη), πρβλ. πλατύλογχος].
Greek Monotonic
χρῡσόλογχος: -ον (λόγχη), αυτός που έχει χρυσή λόγχη, σε Ευρ.