τριακτήρ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
τριακτῆρος, ὁ, (τριάζω) victor, A.Ag.171 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
vainqueur en trois assauts ; vainqueur.
Étymologie: τριάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριακτήρ -ῆρος, ὁ [τρεῖς] overwinnaar (wie zijn tegenstander bij het worstelen drie maal op zijn rug heeft geworpen).
German (Pape)
ῆρος, ὁ, der Sieger, Aesch. Ag. 165.
Russian (Dvoretsky)
τριακτήρ: ῆρος ὁ трижды, т. е. окончательно победивший, победитель Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
τριακτήρ: ῆρος, ὁ, νικητής, «τριακτῆρος, νικητοῦ· ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐν τοῖς πεντάθλοις ἀποτριαζόντων ἐπὶ ἐλπίδι νίκης» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 171, πρβλ. τριάζω, ἀτρίακτος.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. διδακτήρ)].
Greek Monotonic
τριακτήρ: -ῆρος, ὁ (τριάζω), νικητής, σε Αισχύλ.