σκληρόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 07:40, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόφθαλμος Medium diacritics: σκληρόφθαλμος Low diacritics: σκληρόφθαλμος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: sklēróphthalmos Transliteration B: sklērophthalmos Transliteration C: sklirofthalmos Beta Code: sklhro/fqalmos

English (LSJ)

σκληρόφθαλμον, having hard dry eyes, opp. ὑγρόφθαλμος, Arist.HA505b1, PA648a17, al., Thphr. Sens.36; also σ. ὄμματα Arist.HA526a9.

German (Pape)

[Seite 901] mit harten, starren Augen; Arist. H. A. 2, 13; Gegensatz von ὑγρόφθαλμος, part. anim. 2, 2.

Russian (Dvoretsky)

σκληρόφθαλμος:
1 обладающий твердыми глазными яблоками (ζῷα Arst.);
2 (о глазах), твердый, жесткий, (на ощупь) (ὄμματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων τραχεῖς (ἀκινήτους) ὀφθαλμούς, ἀντίθετον τῷ ὑγρόφθαλμος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 12, π. Ζ. Μορ. 2. 2, 8, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, σκλ. ὄμματα π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2. 10.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρά, δηλαδή δυσκίνητα ή και ακίνητα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ὀφθαλμός.